Anonymous

πλύσις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλύσις''': [ῠ], εως, ἡ, τὸ πλύνειν, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Πολ. 429Ε, Στράβ. 446, κτλ.· ― οὕτω πλυσμός, οῦ, ὁ, Ἡσύχ.
|lstext='''πλύσις''': [ῠ], εως, ἡ, τὸ πλύνειν, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Πολ. 429Ε, Στράβ. 446, κτλ.· ― οὕτω πλυσμός, οῦ, ὁ, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />lessivage.<br />'''Étymologie:''' [[πλύνω]].
}}
}}