Anonymous

σίτησις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σίτησις''': -εως, ἡ, (σῑτέω) τὸ ἐσθίειν, τρέφεσθαι, ἐπὶ σιτήσει, πρὸς [[φαγητόν]], πρὸς τὴν κατ’ οἶκον δαπάνην, ἀντίθετον τῷ [[πρᾶσις]], Ἡρόδ. 4. 17· σ. καὶ [[δίαιτα]] Πλάτ. Πολ. 404D· σ. ἐν Πρυτανείῳ, δημοσία διατροφὴ ἐν τῷ Πρυτανείῳ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 764, Ἀνδοκ. 33. 14, Πλάτ. Ἀπολ. 37Α· ― [[οὕτως]], ἀπολ., σίτησιν αἰτεῖν Ἀριστοφ. Ἱππ. 574· ― γέρα… δίδοται σ. Τιμοκλ. ἐν «Δρακ.» 1. 18· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., Δημ. 489. 25· πρβλ. Πρυτανεῖον Ι, [[σιτίον]] ΙΙ. 3. ΙΙ. [[τροφή]], σίτησιν [[εἶναι]] κρέα ἑφθὰ Ἡρόδ. 3. 23, 1.
|lstext='''σίτησις''': -εως, ἡ, (σῑτέω) τὸ ἐσθίειν, τρέφεσθαι, ἐπὶ σιτήσει, πρὸς [[φαγητόν]], πρὸς τὴν κατ’ οἶκον δαπάνην, ἀντίθετον τῷ [[πρᾶσις]], Ἡρόδ. 4. 17· σ. καὶ [[δίαιτα]] Πλάτ. Πολ. 404D· σ. ἐν Πρυτανείῳ, δημοσία διατροφὴ ἐν τῷ Πρυτανείῳ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 764, Ἀνδοκ. 33. 14, Πλάτ. Ἀπολ. 37Α· ― [[οὕτως]], ἀπολ., σίτησιν αἰτεῖν Ἀριστοφ. Ἱππ. 574· ― γέρα… δίδοται σ. Τιμοκλ. ἐν «Δρακ.» 1. 18· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., Δημ. 489. 25· πρβλ. Πρυτανεῖον Ι, [[σιτίον]] ΙΙ. 3. ΙΙ. [[τροφή]], σίτησιν [[εἶναι]] κρέα ἑφθὰ Ἡρόδ. 3. 23, 1.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de nourrir, <i>d’où</i><br /><b>1</b> action de se nourrir, alimentation, nourriture;<br /><b>2</b> entretien aux frais de l’État dans le Prytanée;<br /><b>II.</b> ce qui sert à nourrir, nourriture.<br />'''Étymologie:''' [[σιτέομαι]].
}}
}}