Anonymous

χρωτίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_13a)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρωτίζω''': μέλλ. -ίσω, ὡς τὸ [[χρώζω]], [[χρωματίζω]], χρ. τὸν [[οἶνον]], δίδω εἰς τὸν [[οἶνον]] [[χρῶμα]] καὶ γεῦσιν, Πλούταρχ. 2. 693C· - Μέσ., νεωτέροις τὴν φύσιν αὑτοῦ πράγμασιν χρωτίζεται Ἀριστοφ. Νεφ. 516.
|lstext='''χρωτίζω''': μέλλ. -ίσω, ὡς τὸ [[χρώζω]], [[χρωματίζω]], χρ. τὸν [[οἶνον]], δίδω εἰς τὸν [[οἶνον]] [[χρῶμα]] καὶ γεῦσιν, Πλούταρχ. 2. 693C· - Μέσ., νεωτέροις τὴν φύσιν αὑτοῦ πράγμασιν χρωτίζεται Ἀριστοφ. Νεφ. 516.
}}
{{bailly
|btext=colorer, teindre;<br /><i><b>Moy.</b></i> χρωτίζομαι colorer pour soi, se donner une teinture (de qch).<br />'''Étymologie:''' [[χρώς]].
}}
}}