Anonymous

κουριάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13b)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κουριάω''': μέλλ. -άσω, ἐπὶ τῆς [[κόμης]], ἔχω ἀνάγκην κουρᾶς, αὐξάνομαι εἰς [[μέγεθος]], Λουκ. Λεξιφ. 10˙ [[πώγων]] εἰς ὑπερβολὴν κουριῶν ὁ αὐτ. ἐν Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 10. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐν χρῷ κουριᾶν, ἔχειν ἀνάγκην κουρᾶς [[μέχρι]] δέρματος, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 69. 2) ἔχω κόμην τραχεῖαν, ἀπεριποίητον, Αἰλ. π. Ζ. 7. 48˙ κ. τὸ [[γένειον]] Ἀλκίφρων 3. 55, πρβλ. Ἀρτεμίδ. 1. 19.
|lstext='''κουριάω''': μέλλ. -άσω, ἐπὶ τῆς [[κόμης]], ἔχω ἀνάγκην κουρᾶς, αὐξάνομαι εἰς [[μέγεθος]], Λουκ. Λεξιφ. 10˙ [[πώγων]] εἰς ὑπερβολὴν κουριῶν ὁ αὐτ. ἐν Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 10. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐν χρῷ κουριᾶν, ἔχειν ἀνάγκην κουρᾶς [[μέχρι]] δέρματος, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 69. 2) ἔχω κόμην τραχεῖαν, ἀπεριποίητον, Αἰλ. π. Ζ. 7. 48˙ κ. τὸ [[γένειον]] Ἀλκίφρων 3. 55, πρβλ. Ἀρτεμίδ. 1. 19.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>propr.</i> avoir besoin d’être tondu <i>en parl. des cheveux ou de la barbe</i>, être trop long : [[πώγων]] [[εἰς]] ὑπερβολὴν κουριῶν LUC barbe longue à l’excès.<br />'''Étymologie:''' [[κουρά]].
}}
}}