Anonymous

ψέλιον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψέλιον''': ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[συχνάκις]] [[ψέλλιον]], τό, [[κόσμημα]] τοῦ βραχίονος, ἢ της κνήμης, «βραχιόλι», Λατ. armilla, [[ψέλιον]] περὶ ἐκατέρῃ τῶν κνημέων Ἡρόδ 4. 168· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. ψέλια, ἀγαπητὸν [[κόσμημα]] τῶν Περσῶν, ὁ αὐτ. 3. 20, 22., 9. 80, Ξεν. Ἀν. 2. 27, Κύρ. Παιδ. 1, 3, 2· ἐν Ἑλλάδι δὲ [[κόσμημα]] [[γυναικεῖον]], Πλουτ. 2. 142 C.
|lstext='''ψέλιον''': ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[συχνάκις]] [[ψέλλιον]], τό, [[κόσμημα]] τοῦ βραχίονος, ἢ της κνήμης, «βραχιόλι», Λατ. armilla, [[ψέλιον]] περὶ ἐκατέρῃ τῶν κνημέων Ἡρόδ 4. 168· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. ψέλια, ἀγαπητὸν [[κόσμημα]] τῶν Περσῶν, ὁ αὐτ. 3. 20, 22., 9. 80, Ξεν. Ἀν. 2. 27, Κύρ. Παιδ. 1, 3, 2· ἐν Ἑλλάδι δὲ [[κόσμημα]] [[γυναικεῖον]], Πλουτ. 2. 142 C.
}}
{{bailly
|btext=ου (τὸ) ; <i>mieux que</i> [[ψέλλιον]];<br />anneau pour parure ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> anneau pour les bras, bracelet;<br /><b>2</b> anneau pour les jambes.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ψαλόν]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ἀμφιδέαι]], [[βραχιονιστήρ]], [[κρίκος]], περιβραχιόνιον, [[περίχειρον]], [[σφιγγίον]].
}}
}}