Anonymous

μητρομήτωρ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μητρομήτωρ''': Δωρ. ματρομάτωρ, ορος, ἡ [[μήτηρ]] τὴς μητρός, [[μάμμη]], [[προμήτωρ]], Πινδ. Ο. 6. 143· παρ’ Ὁμ. μητρὸς [[μήτηρ]] Ὀδ. Τ. 416.
|lstext='''μητρομήτωρ''': Δωρ. ματρομάτωρ, ορος, ἡ [[μήτηρ]] τὴς μητρός, [[μάμμη]], [[προμήτωρ]], Πινδ. Ο. 6. 143· παρ’ Ὁμ. μητρὸς [[μήτηρ]] Ὀδ. Τ. 416.
}}
{{bailly
|btext=ορος (ἡ) :<br />grand-mère maternelle.<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]], redoublé.
}}
}}