Anonymous

μετρικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετρικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ [[μέτρον]], ῥυθμοὶ Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 5· ὁ [[μετρικός]], ὁ [[ἔμπειρος]] εἰς τὴν μετρικὴν ἢ ἀσχολούμενος εἰς αὐτήν, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 16, 15· τὰ μετρικὰ καὶ ἡ μετρικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ὁ αὐτ. π. Ποιητ. 20. 4, κἑξ.
|lstext='''μετρικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ [[μέτρον]], ῥυθμοὶ Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 5· ὁ [[μετρικός]], ὁ [[ἔμπειρος]] εἰς τὴν μετρικὴν ἢ ἀσχολούμενος εἰς αὐτήν, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 16, 15· τὰ μετρικὰ καὶ ἡ μετρικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ὁ αὐτ. π. Ποιητ. 20. 4, κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la mesure des vers, métrique.<br />'''Étymologie:''' [[μέτρον]].
}}
}}