Anonymous

λαθίπονος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λᾱθίπονος''': -ον, ([[λήθη]]) [[ἐπιλήσμων]] τοῦ κόπου, λησμονῶν τὴν ὀδύνην, τὴν λήθην, Σοφ. Αἴ. 711 (λυρ.)· [[βίοτος]] ὀδυνᾶν λ., [[βίος]] λησμονῶν τὰς ὀδύνας, δηλ. ἀπηλλαγμένος ὀδυνῶν, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1021 (λυρ.).
|lstext='''λᾱθίπονος''': -ον, ([[λήθη]]) [[ἐπιλήσμων]] τοῦ κόπου, λησμονῶν τὴν ὀδύνην, τὴν λήθην, Σοφ. Αἴ. 711 (λυρ.)· [[βίοτος]] ὀδυνᾶν λ., [[βίος]] λησμονῶν τὰς ὀδύνας, δηλ. ἀπηλλαγμένος ὀδυνῶν, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1021 (λυρ.).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui oublie ses douleurs;<br /><b>2</b> qui fait oublier la fatigue.<br />'''Étymologie:''' dor. p. *ληθίπονος, de [[λήθη]] et [[πόνος]].
}}
}}