3,277,172
edits
(6_22) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρίπηχυς''': υ, γεν. -εος, ὁ ἔχων [[μῆκος]] ἢ [[ὕψος]] τριῶν πήχεων, [[τρίπηχυς]] [[ὕπερος]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 421, Ἡρόδ. 4. 192, Εὐρ. Κύκλ. 235, Ξενοφ. κλπ. - μεταφορ., ἔπη τριπήχη Θετταλικῶς τετμημένα Κράτης ἐν «Λαμίᾳ» 2, τὸ τοῦ Ὁρατίου verba sesquipedalia, Λοβ. εἰς Φρύν. 549. - [[ὡσαύτως]] τριπήχης, ες, [[πῆχυς]], τριπήχης, τετραπήχης Ἀρκάδ. 27, 26· τριπήχης, τριπήχους Χοιροβ. εἰς τὸ Ὀνομαστ. τ. 1, σ. 55, 31, ἔκδ. Gaisford. | |lstext='''τρίπηχυς''': υ, γεν. -εος, ὁ ἔχων [[μῆκος]] ἢ [[ὕψος]] τριῶν πήχεων, [[τρίπηχυς]] [[ὕπερος]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 421, Ἡρόδ. 4. 192, Εὐρ. Κύκλ. 235, Ξενοφ. κλπ. - μεταφορ., ἔπη τριπήχη Θετταλικῶς τετμημένα Κράτης ἐν «Λαμίᾳ» 2, τὸ τοῦ Ὁρατίου verba sesquipedalia, Λοβ. εἰς Φρύν. 549. - [[ὡσαύτως]] τριπήχης, ες, [[πῆχυς]], τριπήχης, τετραπήχης Ἀρκάδ. 27, 26· τριπήχης, τριπήχους Χοιροβ. εἰς τὸ Ὀνομαστ. τ. 1, σ. 55, 31, ἔκδ. Gaisford. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=υς, υ ; <i>gén.</i> εος;<br />long, large, <i>etc.</i> de trois coudées.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[πῆχυς]]. | |||
}} | }} |