Anonymous

ὁμολογητέον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμολογητέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ὁμολογῶ, δεῖ ὁμολογεῖν, Πλάτ. Τίμ. 51Ε, κ. ἀλλ.
|lstext='''ὁμολογητέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ὁμολογῶ, δεῖ ὁμολογεῖν, Πλάτ. Τίμ. 51Ε, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>adj. verb. de</i> [[ὁμολογέω]].
}}
}}