Anonymous

καραδοκέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰρᾱδοκέω''': [[κυρίως]], [[ἀναμένω]] [[μετὰ]] προσοχῆς, παρατηρῶ ἔχων τεταμένην κεφαλήν, [[περιμένω]] μετ’ ἀνησυχίας, ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως καρ. τὴν μάχην τῇ πεσέεται Ἡρόδ. 7. 163, 168· τὸν πόλεμον κῇ ἀποβήσεται ὁ αὐτ. 8. 67· οὕτω, κ. [[ὅταν]] [[στράτευμα]].. ἐξίῃ Εὐρ. Τρῳ. 93· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., αὔοαν ἱστίοις κ. [[αὐτόθι]] 456. κ. τἀνθένδε [[Ἡρακλ]]. 279· κ. ἀγῶνας Ἑλ. 739· παρουσίαν τινὸς Ι. Α. 1433· τἀπιόντα τραύματα Ι. Τ. 313, κτλ.· τὰ προσταχθησόμενα Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 6· [[συχνάκις]] παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, κ. τὸν καιρὸν Πολύβ. 1. 33, 11· - [[ὡσαύτως]], κ. εἴς τινα: ἐκαραδόκησεν εἰς ἐμὲ ἡ βουλὴ [[πάλιν]], ἀπέβλεψεν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 663.
|lstext='''κᾰρᾱδοκέω''': [[κυρίως]], [[ἀναμένω]] [[μετὰ]] προσοχῆς, παρατηρῶ ἔχων τεταμένην κεφαλήν, [[περιμένω]] μετ’ ἀνησυχίας, ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως καρ. τὴν μάχην τῇ πεσέεται Ἡρόδ. 7. 163, 168· τὸν πόλεμον κῇ ἀποβήσεται ὁ αὐτ. 8. 67· οὕτω, κ. [[ὅταν]] [[στράτευμα]].. ἐξίῃ Εὐρ. Τρῳ. 93· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., αὔοαν ἱστίοις κ. [[αὐτόθι]] 456. κ. τἀνθένδε [[Ἡρακλ]]. 279· κ. ἀγῶνας Ἑλ. 739· παρουσίαν τινὸς Ι. Α. 1433· τἀπιόντα τραύματα Ι. Τ. 313, κτλ.· τὰ προσταχθησόμενα Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 6· [[συχνάκις]] παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, κ. τὸν καιρὸν Πολύβ. 1. 33, 11· - [[ὡσαύτως]], κ. εἴς τινα: ἐκαραδόκησεν εἰς ἐμὲ ἡ βουλὴ [[πάλιν]], ἀπέβλεψεν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 663.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />tendre la tête pour observer <i>ou</i> pour écouter : [[τι]] écouter qch le cou tendu, observer <i>ou</i> épier attentivement qch, attendre qch avec impatience ; <i>avec un relat.</i> : κ. τὴν μάχην [[τῇ]] πεσέεται HDT attendre anxieusement comment se décidera le combat ; τὸν πόλεμον κῇ ἀποβήσεται HDT comment se décidera la guerre.<br />'''Étymologie:''' [[κάρα]], [[δέχομαι]].
}}
}}