Anonymous

ἔνυδρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔνυδρος''': -ον, ([[ὕδωρ]]) ἔχων [[ὕδωρ]], περιέχων [[ὕδωρ]], ἔνυδρον [[τεῖχος]], [[λουτήρ]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1128· ἐπὶ χωρῶν, ἀντίθετ. τῷ [[ἄνυδρος]], [[ἄϋδρος]], Ἄργος ἔνυδρον, [[καλῶς]] ποτιζόμενον, Ἡσ. Ἀποσπ. 72, Gottl.· [[Αἴγυπτος]] [[ἐοῦσα]]... ὑπτίη τε καὶ [[ἔνυδρος]] Ἡρόδ. 2. 7. (κατὰ Schw. ἀντὶ [[ἄνυδρος]])· ἔν. τόποι, χωρία Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 26, κ. ἀλλ.· [[μέρος]] ἢ [[χωρίον]] ἔχον [[ὕδωρ]], καταμαθὼν [[ἔνθα]] αἱ σκοπιαὶ ἦσαν τῶν Χαλδαίων ἐρυμνόν τε ὂν καὶ ἔνυδρον Ξεν. Κύρ. 3. 2, 11· τὸ ἔνυδρον, [[ἀφθονία]] ὕδατος, Ἡρῳδιαν. 6. 6. 2) ἐξ ὕδατος [[ὑδάτινος]], λίμνης... ἐνύδρου Τριτωνιάδος Εὐρ. Ἴων 872· νάματ’ ἔνυδρα ὁ αὐτ. Φοίν. 659. 3) ζῶν ἐν τοῖς ὕδασιν ἢ περὶ τὰ ὕδατα, νύμφαι ἔνυδροι λειμωνιάδες, αἱ συχνάζουσαι εἰς τοὺς δροσεροὺς πλήρεις ὑδάτων λειμῶνας, Σοφ. Φ. 1454· ἐπὶ φυτῶν, ὁ φυόμενος ἢ τρεφόμενος ἐν τῷ ὕδατι ἢ παρὰ τὸ [[ὕδωρ]], [[δόναξ]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 234, πρβλ. Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 14, 3, κτλ.· ἐπὶ ἐμψύχων, ζῶν ἐν τῷ ὕδατι, τοῦ δὲ ἐνύδρου (γένους ἡ [[θήρα]]) σχεδὸν τὸ σύνολον (λέγεται) ἁλιευτικὴ Πλάτ. Σοφ. 220Β, Πολιτικ. 264D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 13, κ. ἀλλ.· τὰ ἔνυδρα Τίμ. Λοκρ. 104Ε.
|lstext='''ἔνυδρος''': -ον, ([[ὕδωρ]]) ἔχων [[ὕδωρ]], περιέχων [[ὕδωρ]], ἔνυδρον [[τεῖχος]], [[λουτήρ]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1128· ἐπὶ χωρῶν, ἀντίθετ. τῷ [[ἄνυδρος]], [[ἄϋδρος]], Ἄργος ἔνυδρον, [[καλῶς]] ποτιζόμενον, Ἡσ. Ἀποσπ. 72, Gottl.· [[Αἴγυπτος]] [[ἐοῦσα]]... ὑπτίη τε καὶ [[ἔνυδρος]] Ἡρόδ. 2. 7. (κατὰ Schw. ἀντὶ [[ἄνυδρος]])· ἔν. τόποι, χωρία Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 26, κ. ἀλλ.· [[μέρος]] ἢ [[χωρίον]] ἔχον [[ὕδωρ]], καταμαθὼν [[ἔνθα]] αἱ σκοπιαὶ ἦσαν τῶν Χαλδαίων ἐρυμνόν τε ὂν καὶ ἔνυδρον Ξεν. Κύρ. 3. 2, 11· τὸ ἔνυδρον, [[ἀφθονία]] ὕδατος, Ἡρῳδιαν. 6. 6. 2) ἐξ ὕδατος [[ὑδάτινος]], λίμνης... ἐνύδρου Τριτωνιάδος Εὐρ. Ἴων 872· νάματ’ ἔνυδρα ὁ αὐτ. Φοίν. 659. 3) ζῶν ἐν τοῖς ὕδασιν ἢ περὶ τὰ ὕδατα, νύμφαι ἔνυδροι λειμωνιάδες, αἱ συχνάζουσαι εἰς τοὺς δροσεροὺς πλήρεις ὑδάτων λειμῶνας, Σοφ. Φ. 1454· ἐπὶ φυτῶν, ὁ φυόμενος ἢ τρεφόμενος ἐν τῷ ὕδατι ἢ παρὰ τὸ [[ὕδωρ]], [[δόναξ]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 234, πρβλ. Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 14, 3, κτλ.· ἐπὶ ἐμψύχων, ζῶν ἐν τῷ ὕδατι, τοῦ δὲ ἐνύδρου (γένους ἡ [[θήρα]]) σχεδὸν τὸ σύνολον (λέγεται) ἁλιευτικὴ Πλάτ. Σοφ. 220Β, Πολιτικ. 264D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 13, κ. ἀλλ.· τὰ ἔνυδρα Τίμ. Λοκρ. 104Ε.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> abondant en eau;<br /><b>2</b> qui vit dans l’eau;<br /><b>3</b> rempli d’eau.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ὕδωρ]].
}}
}}