Anonymous

ὑπέρκοτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_17)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπέρκοτος''': -ον, καθ’ ὑπερβολὴν ὠργισμένος, [[σκληρός]], πάγαι (ἴδε ἐν λ. [[φράσσω]]) Αἰσχύλ. Ἀγ. 822. - Ἐπίρρ., ὑπερκότως ἐχθαίρειν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1037· πρβλ. [[ὑπέρκοπος]].
|lstext='''ὑπέρκοτος''': -ον, καθ’ ὑπερβολὴν ὠργισμένος, [[σκληρός]], πάγαι (ἴδε ἐν λ. [[φράσσω]]) Αἰσχύλ. Ἀγ. 822. - Ἐπίρρ., ὑπερκότως ἐχθαίρειν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1037· πρβλ. [[ὑπέρκοπος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />débordant de courroux ; bouillonnant, profondément agité.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[κότος]].
}}
}}