Anonymous

χλευασμός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χλευασμός''': ὁ, ἐμπαιγμὸς [[μετὰ]] χλεύης, Δημ. 254. 3, Πολύβ. , κλπ.· πὶ ἐχλευασμῷ Πολύβ. 8. 8, 5, κλπ.. - ὡς [[τρόπος]] τοῦ λέγειν ἢ [[σχῆμα]] ῥητορικόν, [[εἰρωνεία]], Ρήτορες (Walz) τ. 8, σ. σ, 724. 2) ἀστεῖα [[παιδιά]], «ἀστεῖον», χ. ἐστί τι Πλουτ. Πομπ. 36, Ἄρατ. 39.
|lstext='''χλευασμός''': ὁ, ἐμπαιγμὸς [[μετὰ]] χλεύης, Δημ. 254. 3, Πολύβ. , κλπ.· πὶ ἐχλευασμῷ Πολύβ. 8. 8, 5, κλπ.. - ὡς [[τρόπος]] τοῦ λέγειν ἢ [[σχῆμα]] ῥητορικόν, [[εἰρωνεία]], Ρήτορες (Walz) τ. 8, σ. σ, 724. 2) ἀστεῖα [[παιδιά]], «ἀστεῖον», χ. ἐστί τι Πλουτ. Πομπ. 36, Ἄρατ. 39.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> raillerie;<br /><b>2</b> plaisanterie.<br />'''Étymologie:''' [[χλευάζω]].
}}
}}