Anonymous

ἐνουρέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνουρέω''': ἀόρ. ἐνεούρησα Εὔπολις ἐν «Αὐτολύκῳ» 12: - οὐρῶ εἴς τι ἢ ἔν τινι, ἐς ποταμὸν δὲ [[οὔτε]] ἐνουρέουσι [[οὔτε]] ἐμπτύουσι (οἱ Πέρσαι) Ἡρόδ. 1. 138., 2. 172· ἐνουροῦσι... στρώμασιν ἐν μαλακοῖς Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 2: ἀπολ., [[ὥστε]] θαἰματίδια σείειν πάρεστιν [[ὥσπερ]] ἐνεουρηκότας, ὡς νὰ τὰ κατουρήσαμεν, Ἀριστοφ. Λυσ. 402, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 3. 34.
|lstext='''ἐνουρέω''': ἀόρ. ἐνεούρησα Εὔπολις ἐν «Αὐτολύκῳ» 12: - οὐρῶ εἴς τι ἢ ἔν τινι, ἐς ποταμὸν δὲ [[οὔτε]] ἐνουρέουσι [[οὔτε]] ἐμπτύουσι (οἱ Πέρσαι) Ἡρόδ. 1. 138., 2. 172· ἐνουροῦσι... στρώμασιν ἐν μαλακοῖς Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 2: ἀπολ., [[ὥστε]] θαἰματίδια σείειν πάρεστιν [[ὥσπερ]] ἐνεουρηκότας, ὡς νὰ τὰ κατουρήσαμεν, Ἀριστοφ. Λυσ. 402, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 3. 34.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἐνεούρησα, <i>pf.</i> ἐνεούρηκα;<br />uriner dans <i>ou</i> sur, <i>càd</i> ne pouvoir retenir son urine.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[οὐρέω]]¹.
}}
}}