3,251,694
edits
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνουρέω''': ἀόρ. ἐνεούρησα Εὔπολις ἐν «Αὐτολύκῳ» 12: - οὐρῶ εἴς τι ἢ ἔν τινι, ἐς ποταμὸν δὲ [[οὔτε]] ἐνουρέουσι [[οὔτε]] ἐμπτύουσι (οἱ Πέρσαι) Ἡρόδ. 1. 138., 2. 172· ἐνουροῦσι... στρώμασιν ἐν μαλακοῖς Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 2: ἀπολ., [[ὥστε]] θαἰματίδια σείειν πάρεστιν [[ὥσπερ]] ἐνεουρηκότας, ὡς νὰ τὰ κατουρήσαμεν, Ἀριστοφ. Λυσ. 402, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 3. 34. | |lstext='''ἐνουρέω''': ἀόρ. ἐνεούρησα Εὔπολις ἐν «Αὐτολύκῳ» 12: - οὐρῶ εἴς τι ἢ ἔν τινι, ἐς ποταμὸν δὲ [[οὔτε]] ἐνουρέουσι [[οὔτε]] ἐμπτύουσι (οἱ Πέρσαι) Ἡρόδ. 1. 138., 2. 172· ἐνουροῦσι... στρώμασιν ἐν μαλακοῖς Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 2: ἀπολ., [[ὥστε]] θαἰματίδια σείειν πάρεστιν [[ὥσπερ]] ἐνεουρηκότας, ὡς νὰ τὰ κατουρήσαμεν, Ἀριστοφ. Λυσ. 402, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 3. 34. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἐνεούρησα, <i>pf.</i> ἐνεούρηκα;<br />uriner dans <i>ou</i> sur, <i>càd</i> ne pouvoir retenir son urine.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[οὐρέω]]¹. | |||
}} | }} |