Anonymous

ὀλβιόφρων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλβιόφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, ὁ φρονῶν τὰ τῶν ὀλβίων, εἰς τοὺς ὀλβίους προσκολλώμενος, ὀλβιόφρον [[ποδάγρα]] Λουκ. Τραγῳδοποδ. 193.
|lstext='''ὀλβιόφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, ὁ φρονῶν τὰ τῶν ὀλβίων, εἰς τοὺς ὀλβίους προσκολλώμενος, ὀλβιόφρον [[ποδάγρα]] Λουκ. Τραγῳδοποδ. 193.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui ne songe qu’à la fortune et au bonheur.<br />'''Étymologie:''' [[ὄλβιος]], [[φρήν]].
}}
}}