Anonymous

ἰχθυηρός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰχθυηρός''': ά, ον, ([[ἰχθὺς]]) [[κατάλληλος]], [[ἐπιτήδειος]] εἰς ὑποδοχὴν ἰχθύων, τοὺς δὲ πινακίσκους τοὺς σαπρούς τοὺς ἰχθυηρούς ἀργυροῦς πάρεσθ’ ὁρᾶν Ἀριστοφ. Πλ. 813, Ἀποσπ. 449 ([[Πολυδ]]. Ι΄, 82)· [[ζωμός]], «ψαρόσουπα», Λουκ. Λεξιφ. 5· οὐκ ἔστιν ἰχθυηρὸν ὑπὸ σοῦ μεταλαβεῖν, δὲν ἠμποροῦμεν νἀγοράσωμεν [[τίποτε]] ἀπὸ ψαρικὴ [[ἕνεκα]] σοῦ, ([[διότι]] ὅλα σὺ τὰ ἀγοράζεις), Δίφιλ. ἐν «Ἐμπόρῳ»1. 21· - τὴν πύλην τὴν ἰχθυηράν, τὴν ἰχθυϊκήν, δηλ. [[ἔνθα]] ἦν ἡ τῶν ἰχθύων [[ἀγορά]], Ἑβδ. (Νεεμ. Γ΄, 3).
|lstext='''ἰχθυηρός''': ά, ον, ([[ἰχθὺς]]) [[κατάλληλος]], [[ἐπιτήδειος]] εἰς ὑποδοχὴν ἰχθύων, τοὺς δὲ πινακίσκους τοὺς σαπρούς τοὺς ἰχθυηρούς ἀργυροῦς πάρεσθ’ ὁρᾶν Ἀριστοφ. Πλ. 813, Ἀποσπ. 449 ([[Πολυδ]]. Ι΄, 82)· [[ζωμός]], «ψαρόσουπα», Λουκ. Λεξιφ. 5· οὐκ ἔστιν ἰχθυηρὸν ὑπὸ σοῦ μεταλαβεῖν, δὲν ἠμποροῦμεν νἀγοράσωμεν [[τίποτε]] ἀπὸ ψαρικὴ [[ἕνεκα]] σοῦ, ([[διότι]] ὅλα σὺ τὰ ἀγοράζεις), Δίφιλ. ἐν «Ἐμπόρῳ»1. 21· - τὴν πύλην τὴν ἰχθυηράν, τὴν ἰχθυϊκήν, δηλ. [[ἔνθα]] ἦν ἡ τῶν ἰχθύων [[ἀγορά]], Ἑβδ. (Νεεμ. Γ΄, 3).
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />de poisson.<br />'''Étymologie:''' [[ἰχθύς]].
}}
}}