3,270,640
edits
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίστροφος''': -ον, ([[ἐπιστρέφω]]) ὁ ἀναστρεφόμενος, ἐρχόμενος εἰς συγκοινωνίαν μετ’ ἄλλων (κατὰ τὰς περιπλανήσεις [[αὐτοῦ]]), φιλοξενούμενος ἐν ξέναις χώραις, [[ἐπίστροφος]] ἦν ἀνθρώπων Ὀδ. Α. 177· (διάφ. γραφ. [[ἐπίσκοπος]]) Θ. 163· ἐπ. τινος, ἐνδιαφερόμενος εἴς τι, ἔν τινι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 397. 2) = [[ἐπιστρεφής]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 979, Διον. Π. 75. 3) Ἐπίρρ. -φως, ἐπιμελῶς, Ἔφιππος ἐν «Γηρυόνῃ» 2. 10, [[Μέμνων]] ἐν Φωτ. Βιβλ. 225. 3: ― ἀλλ’ [[ἴσως]] διορθωτέον ἐπιστρεφῶς. | |lstext='''ἐπίστροφος''': -ον, ([[ἐπιστρέφω]]) ὁ ἀναστρεφόμενος, ἐρχόμενος εἰς συγκοινωνίαν μετ’ ἄλλων (κατὰ τὰς περιπλανήσεις [[αὐτοῦ]]), φιλοξενούμενος ἐν ξέναις χώραις, [[ἐπίστροφος]] ἦν ἀνθρώπων Ὀδ. Α. 177· (διάφ. γραφ. [[ἐπίσκοπος]]) Θ. 163· ἐπ. τινος, ἐνδιαφερόμενος εἴς τι, ἔν τινι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 397. 2) = [[ἐπιστρεφής]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 979, Διον. Π. 75. 3) Ἐπίρρ. -φως, ἐπιμελῶς, Ἔφιππος ἐν «Γηρυόνῃ» 2. 10, [[Μέμνων]] ἐν Φωτ. Βιβλ. 225. 3: ― ἀλλ’ [[ἴσως]] διορθωτέον ἐπιστρεφῶς. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui a commerce avec, gén. ; qui a un rapport avec, qui est cause de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιστρέφω]]. | |||
}} | }} |