Anonymous

εὐάντυξ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐάντυξ''': -ῠγος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν ἄντυγα. [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «εὐάντυγα, εὐάξονα». ΙΙ. ἔχων ὡραῖον θόλον, ἐπὶ οἰκοδομήματος, Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 121.
|lstext='''εὐάντυξ''': -ῠγος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν ἄντυγα. [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «εὐάντυγα, εὐάξονα». ΙΙ. ἔχων ὡραῖον θόλον, ἐπὶ οἰκοδομήματος, Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 121.
}}
{{bailly
|btext=υγος (ὁ, ἡ)<br />à la belle voûte.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἄντυξ]].
}}
}}