3,277,286
edits
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κυψέλη''': ἡ, πᾶν κοῖλον [[ἀγγεῖον]]· ― [[κιβώτιον]], [[θήκη]] ([[ὅθεν]] ὠνομάσθη ὁ Κύψελος), Ἡρόδ. 5. 92, 4, 5, Πλούτ. 2. 164Α, Παυσ. 5. 17, 5· κ. [[ἑξμέδιμνος]], [[σκεῦος]] πρὸς ἐναπόθεσιν σίτου χωροῦν ἕξ μεδίμνους, Ἀριστοφ. Εἰρ. 631 ― [[κυψέλη]] μελισσῶν, Πλούτ. 2. 601C πρβλ. [[κύτταρος]]· μεταφ., κυψέλαι φρονημάτων Κωμ. Ἀνώμ. 268. ΙΙ. ἡ [[κοιλότης]] τοῦ [[ὠτός]], [[Πολυδ]]. Β΄, 85, Ἡσύχ.· ― [[ἐντεῦθεν]], 2) ὡς τὸ [[κυψελίς]], ἡ ἐν τῷ ὠτὶ κηροειδὴς ὕλη, κυψέλην... ἔχεις... ἐν τοῖς ὠσίν, παροιμ. ἐπὶ ἠλιθίων, Κωμ. Ἀνώμ. 28, πρβλ. Εὔπολ. ἐν «Πόλεσι» 17. (Πιθαν. ἐκ τοῦ [[κύπτω]], κύψω· πρβλ. Λατ. capsa, capsula). | |lstext='''κυψέλη''': ἡ, πᾶν κοῖλον [[ἀγγεῖον]]· ― [[κιβώτιον]], [[θήκη]] ([[ὅθεν]] ὠνομάσθη ὁ Κύψελος), Ἡρόδ. 5. 92, 4, 5, Πλούτ. 2. 164Α, Παυσ. 5. 17, 5· κ. [[ἑξμέδιμνος]], [[σκεῦος]] πρὸς ἐναπόθεσιν σίτου χωροῦν ἕξ μεδίμνους, Ἀριστοφ. Εἰρ. 631 ― [[κυψέλη]] μελισσῶν, Πλούτ. 2. 601C πρβλ. [[κύτταρος]]· μεταφ., κυψέλαι φρονημάτων Κωμ. Ἀνώμ. 268. ΙΙ. ἡ [[κοιλότης]] τοῦ [[ὠτός]], [[Πολυδ]]. Β΄, 85, Ἡσύχ.· ― [[ἐντεῦθεν]], 2) ὡς τὸ [[κυψελίς]], ἡ ἐν τῷ ὠτὶ κηροειδὴς ὕλη, κυψέλην... ἔχεις... ἐν τοῖς ὠσίν, παροιμ. ἐπὶ ἠλιθίων, Κωμ. Ἀνώμ. 28, πρβλ. Εὔπολ. ἐν «Πόλεσι» 17. (Πιθαν. ἐκ τοῦ [[κύπτω]], κύψω· πρβλ. Λατ. capsa, capsula). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> saleté dans le creux de l’oreille;<br /><b>2</b> boîte, coffre;<br /><b>3</b> cellule d’abeille.<br />'''Étymologie:''' [[κύπτω]]. | |||
}} | }} |