Anonymous

κυψέλη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυψέλη''': ἡ, πᾶν κοῖλον [[ἀγγεῖον]]· ― [[κιβώτιον]], [[θήκη]] ([[ὅθεν]] ὠνομάσθη ὁ Κύψελος), Ἡρόδ. 5. 92, 4, 5, Πλούτ. 2. 164Α, Παυσ. 5. 17, 5· κ. [[ἑξμέδιμνος]], [[σκεῦος]] πρὸς ἐναπόθεσιν σίτου χωροῦν ἕξ μεδίμνους, Ἀριστοφ. Εἰρ. 631 ― [[κυψέλη]] μελισσῶν, Πλούτ. 2. 601C πρβλ. [[κύτταρος]]· μεταφ., κυψέλαι φρονημάτων Κωμ. Ἀνώμ. 268. ΙΙ. ἡ [[κοιλότης]] τοῦ [[ὠτός]], [[Πολυδ]]. Β΄, 85, Ἡσύχ.· ― [[ἐντεῦθεν]], 2) ὡς τὸ [[κυψελίς]], ἡ ἐν τῷ ὠτὶ κηροειδὴς ὕλη, κυψέλην... ἔχεις... ἐν τοῖς ὠσίν, παροιμ. ἐπὶ ἠλιθίων, Κωμ. Ἀνώμ. 28, πρβλ. Εὔπολ. ἐν «Πόλεσι» 17. (Πιθαν. ἐκ τοῦ [[κύπτω]], κύψω· πρβλ. Λατ. capsa, capsula).
|lstext='''κυψέλη''': ἡ, πᾶν κοῖλον [[ἀγγεῖον]]· ― [[κιβώτιον]], [[θήκη]] ([[ὅθεν]] ὠνομάσθη ὁ Κύψελος), Ἡρόδ. 5. 92, 4, 5, Πλούτ. 2. 164Α, Παυσ. 5. 17, 5· κ. [[ἑξμέδιμνος]], [[σκεῦος]] πρὸς ἐναπόθεσιν σίτου χωροῦν ἕξ μεδίμνους, Ἀριστοφ. Εἰρ. 631 ― [[κυψέλη]] μελισσῶν, Πλούτ. 2. 601C πρβλ. [[κύτταρος]]· μεταφ., κυψέλαι φρονημάτων Κωμ. Ἀνώμ. 268. ΙΙ. ἡ [[κοιλότης]] τοῦ [[ὠτός]], [[Πολυδ]]. Β΄, 85, Ἡσύχ.· ― [[ἐντεῦθεν]], 2) ὡς τὸ [[κυψελίς]], ἡ ἐν τῷ ὠτὶ κηροειδὴς ὕλη, κυψέλην... ἔχεις... ἐν τοῖς ὠσίν, παροιμ. ἐπὶ ἠλιθίων, Κωμ. Ἀνώμ. 28, πρβλ. Εὔπολ. ἐν «Πόλεσι» 17. (Πιθαν. ἐκ τοῦ [[κύπτω]], κύψω· πρβλ. Λατ. capsa, capsula).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> saleté dans le creux de l’oreille;<br /><b>2</b> boîte, coffre;<br /><b>3</b> cellule d’abeille.<br />'''Étymologie:''' [[κύπτω]].
}}
}}