Anonymous

χυδαῖος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_15)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χῠδαῖος''': -ον, (χέω) ὁ πεπληθυσμένος, [[πολυπληθής]], [[πολυάριθμος]], Ἑβδ. (Ἔξ. Α΄, 7), Ἀθήν. 686D. ΙΙ. [[ἀνάμικτος]], [[κοινός]], Διοσκ. 5.40, Πλούτ. 2. 85F. 2) μεταφ, [[κοινός]], «πρόστυχος», [[χυδαῖος]], λαλιὰ Πολύβ. 14. 7, 8. - Ἐπίρ. -ως, Ἐπιφάν. 1. 760Α, κλπ.
|lstext='''χῠδαῖος''': -ον, (χέω) ὁ πεπληθυσμένος, [[πολυπληθής]], [[πολυάριθμος]], Ἑβδ. (Ἔξ. Α΄, 7), Ἀθήν. 686D. ΙΙ. [[ἀνάμικτος]], [[κοινός]], Διοσκ. 5.40, Πλούτ. 2. 85F. 2) μεταφ, [[κοινός]], «πρόστυχος», [[χυδαῖος]], λαλιὰ Πολύβ. 14. 7, 8. - Ἐπίρ. -ως, Ἐπιφάν. 1. 760Α, κλπ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />commun, ordinaire.<br />'''Étymologie:''' [[χύδην]].
}}
}}