3,277,114
edits
(6_15) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χῠδαῖος''': -ον, (χέω) ὁ πεπληθυσμένος, [[πολυπληθής]], [[πολυάριθμος]], Ἑβδ. (Ἔξ. Α΄, 7), Ἀθήν. 686D. ΙΙ. [[ἀνάμικτος]], [[κοινός]], Διοσκ. 5.40, Πλούτ. 2. 85F. 2) μεταφ, [[κοινός]], «πρόστυχος», [[χυδαῖος]], λαλιὰ Πολύβ. 14. 7, 8. - Ἐπίρ. -ως, Ἐπιφάν. 1. 760Α, κλπ. | |lstext='''χῠδαῖος''': -ον, (χέω) ὁ πεπληθυσμένος, [[πολυπληθής]], [[πολυάριθμος]], Ἑβδ. (Ἔξ. Α΄, 7), Ἀθήν. 686D. ΙΙ. [[ἀνάμικτος]], [[κοινός]], Διοσκ. 5.40, Πλούτ. 2. 85F. 2) μεταφ, [[κοινός]], «πρόστυχος», [[χυδαῖος]], λαλιὰ Πολύβ. 14. 7, 8. - Ἐπίρ. -ως, Ἐπιφάν. 1. 760Α, κλπ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />commun, ordinaire.<br />'''Étymologie:''' [[χύδην]]. | |||
}} | }} |