Anonymous

παρακλέπτω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρακλέπτω''': [[κλέπτω]] ἐκ τοῦ πλαγίου, [[ὑποκλέπτω]] ἐπιτηδείως, Ἀριστοφ. Εἰρ. 414, Λουκ. Δίκη Φων. 4· τὰ παρακλεπτόμενα Ἰσαῖ. 88. 33.
|lstext='''παρακλέπτω''': [[κλέπτω]] ἐκ τοῦ πλαγίου, [[ὑποκλέπτω]] ἐπιτηδείως, Ἀριστοφ. Εἰρ. 414, Λουκ. Δίκη Φων. 4· τὰ παρακλεπτόμενα Ἰσαῖ. 88. 33.
}}
{{bailly
|btext=prendre à la dérobée, en passant.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[κλέπτω]].
}}
}}