Anonymous

ἐκφροντίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκφροντίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[σκέπτομαι]], ἐπινοῶ, [[ἐξευρίσκω]], Λατ. excogitare, Εὐρ. Ι. Τ. 1323, Ἀριστοφ. Νεφ. 695, Θουκ. 3. 45. Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐκφροντίζων˙ βουλευόμενος».
|lstext='''ἐκφροντίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[σκέπτομαι]], ἐπινοῶ, [[ἐξευρίσκω]], Λατ. excogitare, Εὐρ. Ι. Τ. 1323, Ἀριστοφ. Νεφ. 695, Θουκ. 3. 45. Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐκφροντίζων˙ βουλευόμενος».
}}
{{bailly
|btext=songer à, méditer, imaginer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[φροντίζω]].
}}
}}