Anonymous

ἐλλοπιεύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλλοπιεύω''': ([[ἔλλοψ]]) ἐπὶ τὴν τῶν ἰχθύων ἄγραν μοχθῶ, [[ἁλιεύω]], Θεόκρ. 1. 42· - ὁ [[τύπος]] ἐλλοπεύω ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 331, 49, φαίνεται πλημμελὴς γραφή.
|lstext='''ἐλλοπιεύω''': ([[ἔλλοψ]]) ἐπὶ τὴν τῶν ἰχθύων ἄγραν μοχθῶ, [[ἁλιεύω]], Θεόκρ. 1. 42· - ὁ [[τύπος]] ἐλλοπεύω ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 331, 49, φαίνεται πλημμελὴς γραφή.
}}
{{bailly
|btext=pêcher.<br />'''Étymologie:''' [[ἔλλοψ]].
}}
}}