Anonymous

ἐναρμόνιος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐναρμόνιος''': -ον, ὁ ἐν ἁρμονίᾳ, τὴν ἔνρυθμόν τε καὶ ἐναρμόνιον αἴσθησιν μεθ’ ἡδονῆς, τὴν μεθ’ ἡδονῆς αἴσθηση τοῦ ῥυθμοῦ καὶ τῆς ἁρμονίας, Πλάτ. Νόμ. 654Α, κτλ.· τινι Τίμ Λοκρ. 103C· ἐναρμόνιον μελῳδεῖν Λουκ. Θ. Διάλ. 7. 4 ΙΙ. ἐν τῇ ἑλληνικῇ μουσικῇ γένος (ἢ [[μέλος]]) ἐναρμόνιον ἢ ἐναρμονικὸν ἢ ἐναρμόνιον, τό, ὡς οὐσιαστ., ἡ [[ἐναρμόνιος]] κλῖμαξ ἁπλουστέρα τῆς χρωματικῆς καὶ αὐτῆς ἔτι τῆς διατονικῆς, Πλούτ. 2. 711C, 744C, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Σύνθ. 6· ἐναρμόνια [[μέλη]] ἐνῇδον Ἀριστ. Προβλ. 19. 15· ἴδε Chappell Ἱστορ. τῆς Ἑλλ. Μουσ. σ. ΧΧ.
|lstext='''ἐναρμόνιος''': -ον, ὁ ἐν ἁρμονίᾳ, τὴν ἔνρυθμόν τε καὶ ἐναρμόνιον αἴσθησιν μεθ’ ἡδονῆς, τὴν μεθ’ ἡδονῆς αἴσθηση τοῦ ῥυθμοῦ καὶ τῆς ἁρμονίας, Πλάτ. Νόμ. 654Α, κτλ.· τινι Τίμ Λοκρ. 103C· ἐναρμόνιον μελῳδεῖν Λουκ. Θ. Διάλ. 7. 4 ΙΙ. ἐν τῇ ἑλληνικῇ μουσικῇ γένος (ἢ [[μέλος]]) ἐναρμόνιον ἢ ἐναρμονικὸν ἢ ἐναρμόνιον, τό, ὡς οὐσιαστ., ἡ [[ἐναρμόνιος]] κλῖμαξ ἁπλουστέρα τῆς χρωματικῆς καὶ αὐτῆς ἔτι τῆς διατονικῆς, Πλούτ. 2. 711C, 744C, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Σύνθ. 6· ἐναρμόνια [[μέλη]] ἐνῇδον Ἀριστ. Προβλ. 19. 15· ἴδε Chappell Ἱστορ. τῆς Ἑλλ. Μουσ. σ. ΧΧ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />harmonieux, en accord parfait ; <i>abs.</i> τὸ ἐναρμόνιον PLUT gamme d’accord parfait.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἁρμονία]].
}}
}}