Anonymous

ἐμφορέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμφορέω''': [[ἐμφέρω]]: - Παθ., περὶ νῆα μέλαιναν κύμασιν ἐμφορέοντο Ὀδ. Μ. 419· ὕδασι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 626. ΙΙ. [[κάμνω]] τινὰ νὰ πίῃ, [[ποτίζω]], καὶ πολὺν ἐμφορήσας ἄκρατον Διόδ. 16. 73: - Μέσ. καὶ παθ., πληρῶ ἐμαυτόν τινος πράγματος, [[κάμνω]] πολλὴν χρῆσίν τινος, ὑπερμέτρως μεταχειρίζομαί τι, ἐνεφορέετο τοῦ μαντηΐου Ἡρόδ. 1. 55· πληροῦμαι, ἀνοίας ἐμφορηθῆναι Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 10, Βεκκ.· οἴνου ἀκράτου Ἡρωδιαν. 4. 11, Πλούτ. 2. 1067Ε· ἐξουσίας, ὕβρεως, τιμωρίας Πλουτ. Κικ. 19, Σερτ. 5, κτλ.· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγμ., ἄκρατον Διόδ. 4. 4, Ἀλκίφρ. 1. 35, Ἀθήν. 416Α· ἀπολ. Ἀλκίφρων 1. 1. ΙΙΙ. μεταφ., [[ἐμβάλλω]], προστρίβομαι, [[δίδωμι]], Λατ. incutere, ἐμφορεῖν [[πληγάς]] τινι Διόδ. 19. 70, Πλουτ. Πομπ. 3· ἐμφ. ὕβρεις εἴς τινα Ἀλκίφρων 1. 9· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 28. 2) [[ἐπισωρεύω]] [[ἐπάνω]] εἴς τινα, [[ἐπιρρίπτω]] κατὰ πρόσωπόν τινος, οὓς αἰὲν ἐμφορεῖς (ἐμφέρεις Elms, Herm., κλ.) σύ μοι φόνους πατρὸς Σοφ. Ο. Κ. 989.
|lstext='''ἐμφορέω''': [[ἐμφέρω]]: - Παθ., περὶ νῆα μέλαιναν κύμασιν ἐμφορέοντο Ὀδ. Μ. 419· ὕδασι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 626. ΙΙ. [[κάμνω]] τινὰ νὰ πίῃ, [[ποτίζω]], καὶ πολὺν ἐμφορήσας ἄκρατον Διόδ. 16. 73: - Μέσ. καὶ παθ., πληρῶ ἐμαυτόν τινος πράγματος, [[κάμνω]] πολλὴν χρῆσίν τινος, ὑπερμέτρως μεταχειρίζομαί τι, ἐνεφορέετο τοῦ μαντηΐου Ἡρόδ. 1. 55· πληροῦμαι, ἀνοίας ἐμφορηθῆναι Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 10, Βεκκ.· οἴνου ἀκράτου Ἡρωδιαν. 4. 11, Πλούτ. 2. 1067Ε· ἐξουσίας, ὕβρεως, τιμωρίας Πλουτ. Κικ. 19, Σερτ. 5, κτλ.· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγμ., ἄκρατον Διόδ. 4. 4, Ἀλκίφρ. 1. 35, Ἀθήν. 416Α· ἀπολ. Ἀλκίφρων 1. 1. ΙΙΙ. μεταφ., [[ἐμβάλλω]], προστρίβομαι, [[δίδωμι]], Λατ. incutere, ἐμφορεῖν [[πληγάς]] τινι Διόδ. 19. 70, Πλουτ. Πομπ. 3· ἐμφ. ὕβρεις εἴς τινα Ἀλκίφρων 1. 9· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 28. 2) [[ἐπισωρεύω]] [[ἐπάνω]] εἴς τινα, [[ἐπιρρίπτω]] κατὰ πρόσωπόν τινος, οὓς αἰὲν ἐμφορεῖς (ἐμφέρεις Elms, Herm., κλ.) σύ μοι φόνους πατρὸς Σοφ. Ο. Κ. 989.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> porter dans <i>ou</i> sur ; <i>Pass.</i> être porté dans <i>ou</i> sur : κύμασιν OD sur les flots;<br /><b>2</b> porter contre : πληγάς τινι PLUT porter des coups à qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐμφορέομαι-οῦμαι (<i>ao.</i> ἐνεφορήθην, <i>rar.</i> ἐνεφορησάμην) porter en soi sans mesure, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> se remplir de : ἀκράτου PLUT se gorger de vin pur ; <i>fig.</i> avec le gén. : τιμωρίας PLUT se rassasier de vengeance ; ὕβρεώς [[τε]] καὶ πικρίας PLUT se porter à des excès d’insolence et de dureté;<br /><b>2</b> abuser de : [[τοῦ]] μαντηΐου HDT de l’oracle, <i>càd</i> le consulter sans cause ; ἐξουσίας PLUT abuser d’une liberté.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[φορέω]].
}}
}}