Anonymous

ἐλλιμενίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλλῐμενίζω''': εἰσπράττω τὸ ἐλλιμένιον, δηλ. τὸν λιμενικὸν φόρον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 392. ΙΙ. [[εἰσέρχομαι]] εἰς τὸν λιμένα, Συνέσ. 166Β.
|lstext='''ἐλλῐμενίζω''': εἰσπράττω τὸ ἐλλιμένιον, δηλ. τὸν λιμενικὸν φόρον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 392. ΙΙ. [[εἰσέρχομαι]] εἰς τὸν λιμένα, Συνέσ. 166Β.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>intr.</i> séjourner <i>ou</i> mouiller dans un port;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> percevoir le droit de séjour dans le port.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[λιμήν]].
}}
}}