Anonymous

Ἑλληνίς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Ἑλληνίς''': Δωρ. Ἑλλᾱνίς, ίδος, ἡ, ὡς θηλ. τοῦ [[Ἑλλήνιος]], Πίνδ. Π. 11. 75, καὶ παρ’ Ἀττ. Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 4, κτλ. ΙΙ. Ἑλληνὶς (ἐξυπακουομ. γυνὴ) Εὐρ. Ἠλ. 1076.
|lstext='''Ἑλληνίς''': Δωρ. Ἑλλᾱνίς, ίδος, ἡ, ὡς θηλ. τοῦ [[Ἑλλήνιος]], Πίνδ. Π. 11. 75, καὶ παρ’ Ἀττ. Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 4, κτλ. ΙΙ. Ἑλληνὶς (ἐξυπακουομ. γυνὴ) Εὐρ. Ἠλ. 1076.
}}
{{bailly
|btext=ίδος<br /><i>adj. f.</i><br />hellénique, grecque (terre, île, ville, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[Ἕλλην]].
}}
}}