Anonymous

ἔναγχος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔναγχος''': Ἐπίρρ.: (ἴδε ἀγχω)· ἄρτι, [[ἀρτίως]], πρὸ ὀλίγου, προσφάτως, Ἀριστοφ. Νεφ. 639, Ἐκκλ. 823, Εὔπολ. ἐν «Μαρικᾷ» 5, καὶ ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ (τὸ [[ἀρτίως]], νεωστὶ καὶ προσφάτως [[εἶναι]] ποητικώτερα), Λυσ. 156. 21, Πλάτ. Γοργ. 462Β κ. ἀλλ., Δημ. 525. 28· τὸ [[ἔναγχος]] [[πάθος]], τὸ τελευταῖον [[δυστύχημα]], Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 9· [[μετὰ]] γεν., [[ἔναγχος]] τοῦ χρόνου Διον. Ἁλ. 7. 45.
|lstext='''ἔναγχος''': Ἐπίρρ.: (ἴδε ἀγχω)· ἄρτι, [[ἀρτίως]], πρὸ ὀλίγου, προσφάτως, Ἀριστοφ. Νεφ. 639, Ἐκκλ. 823, Εὔπολ. ἐν «Μαρικᾷ» 5, καὶ ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ (τὸ [[ἀρτίως]], νεωστὶ καὶ προσφάτως [[εἶναι]] ποητικώτερα), Λυσ. 156. 21, Πλάτ. Γοργ. 462Β κ. ἀλλ., Δημ. 525. 28· τὸ [[ἔναγχος]] [[πάθος]], τὸ τελευταῖον [[δυστύχημα]], Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 9· [[μετὰ]] γεν., [[ἔναγχος]] τοῦ χρόνου Διον. Ἁλ. 7. 45.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />tout à l’heure, il y a un instant ; ἔναγχός ποτε l’autre jour.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἄγχι]].
}}
}}