Anonymous

ἐμετικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμετικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων ἔμεσιν, ἐμετικὸν [[φάρμακον]] Ἀριστ. Προβλ. 3. 18. ΙΙ. ὁ ἔχων τάσιν πρὸς ἔμετον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395· [[περί]] τινων ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 50, 12. 2) ὁ μεταχειριζόμενος ἐμετικά, ὡς οἱ Ρωμαῖοι γαστρίμαργοι, Πλουτ. Πομπ. 51, Ἠθ. 204C· πρβλ. τὸ Λατ. emeticam facere, Κικ. Fam. 8. 1.
|lstext='''ἐμετικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων ἔμεσιν, ἐμετικὸν [[φάρμακον]] Ἀριστ. Προβλ. 3. 18. ΙΙ. ὁ ἔχων τάσιν πρὸς ἔμετον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395· [[περί]] τινων ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 50, 12. 2) ὁ μεταχειριζόμενος ἐμετικά, ὡς οἱ Ρωμαῖοι γαστρίμαργοι, Πλουτ. Πομπ. 51, Ἠθ. 204C· πρβλ. τὸ Λατ. emeticam facere, Κικ. Fam. 8. 1.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui a l’habitude de se faire vomir.<br />'''Étymologie:''' [[ἔμετος]].
}}
}}