Anonymous

ἐκπερίειμι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκπερίειμι''': [[ἐξέρχομαι]] καὶ [[περιέρχομαι]] ὁλόγυρα, [[ἐκπεριέρχομαι]], κύκλῳ Ξεν. Κυν. 6. 10, κτλ.· ἐκπ. τὰ ὄρη Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 5.
|lstext='''ἐκπερίειμι''': [[ἐξέρχομαι]] καὶ [[περιέρχομαι]] ὁλόγυρα, [[ἐκπεριέρχομαι]], κύκλῳ Ξεν. Κυν. 6. 10, κτλ.· ἐκπ. τὰ ὄρη Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 5.
}}
{{bailly
|btext=<i>inf.</i> [[ἐκπεριϊέναι]];<br />approcher en faisant un détour, contourner.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[περίειμι]].
}}
}}