Anonymous

ἐνελαύνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνελαύνω''': μέλλ. -ελάσω, Ἀττ. -ελῶ, [[ἐλαύνω]], ἐμπήγω τι μεθ’ ὁρμῆς εἴς τι, [[μετὰ]] δοτ., ἐν δεινῷ σάκει ἤλασεν... [[ἔγχος]], ἐν τμήσει, ἀντὶ ἐνήλασε δεινῷ σάκει κτλ., Ἰλ. Υ. 259, πρβλ. Πινδ. Ν. 10. 131· μεταφ., [[ὁπόταν]] τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ ὁ αὐτ. Π. 8. 11. - Μέσ., [[ἐλαύνω]] ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, οὕτω γὰρ δεινῶς ἰσχυρίζεται (ἡ [[φάλαγξ]]) [[ὥστε]] καὶ βαδίζειν τινὰς [[ἐπάνωθεν]] αὐτῆς, καὶ [[προσέτι]] καὶ ἵππους καὶ ὀχήματα... ἐνελαύνεσθαι Δίων Κ. 49. 30.
|lstext='''ἐνελαύνω''': μέλλ. -ελάσω, Ἀττ. -ελῶ, [[ἐλαύνω]], ἐμπήγω τι μεθ’ ὁρμῆς εἴς τι, [[μετὰ]] δοτ., ἐν δεινῷ σάκει ἤλασεν... [[ἔγχος]], ἐν τμήσει, ἀντὶ ἐνήλασε δεινῷ σάκει κτλ., Ἰλ. Υ. 259, πρβλ. Πινδ. Ν. 10. 131· μεταφ., [[ὁπόταν]] τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ ὁ αὐτ. Π. 8. 11. - Μέσ., [[ἐλαύνω]] ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, οὕτω γὰρ δεινῶς ἰσχυρίζεται (ἡ [[φάλαγξ]]) [[ὥστε]] καὶ βαδίζειν τινὰς [[ἐπάνωθεν]] αὐτῆς, καὶ [[προσέτι]] καὶ ἵππους καὶ ὀχήματα... ἐνελαύνεσθαι Δίων Κ. 49. 30.
}}
{{bailly
|btext=pousser dans, faire pénétrer dans, enfoncer dans, ἔν τινι;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐνελαύνομαι s’élancer dans <i>ou</i> contre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἐλαύνω]].
}}
}}