Anonymous

ἑλίσσω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑλίσσω''': Ἐπ. ἀπαρ. -έμεν Ἰλ. Ψ. 309· Ἰων. [[εἱλίσσω]] Ἡρόδ.: μέλλ. ἑλίξω Εὐρ. Φοίν. 711· ἀόρ. εἵλιξα Πλάτ. Τίμ. 73Α· μετοχ. ἑλίξας Ἰλ. Ψ. 466, Ἰων. εἱλίξας Ἡρόδ. 4. 34. - Μέσ., Ὅμ.: μέλλ. ἑλίξομαι Ἰλ. Ρ. 728: ἀόρ. ἑλιξάμην Μ. 467, Ρ. 283. - Παθ.: μέλλ. ἑλιγήσομαι Ἑβδ. (Ἡσαΐας ΛΔ΄, 4): ἀόρ. εἱλίχθην Εὐρ., μετοχ. ἑλιχθεὶς Ἰλ. Μ. 74: πρκμ. εἵλιγμαι, [[ἐλήλιγμαι]] Παυσ. 1. 17, 12, Ἰων. γ΄ πληθ. [[εἱλίχατο]] Ἡρόδ. 7. 90: ὑπερσ. εἵλικτο Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 927. - Ὁ Ἰων. [[τύπος]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ. ([[χάριν]] τοῦ μέτρου) καὶ εὕρηται [[ἅπαξ]] ἢ δὶς ἐν χειρογράφ. τοῦ Πλάτ. (ἐν Φιλήβ. 15Ε, πρβλ. [[ἀνείλιξις]]), ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] ἀπαντᾶ παρ’ Ὁμ. (Περὶ τῆς ἐτυμολ. ἴδε ἐν λ. εἵλω). Στρέφω [[πέριξ]], εἰλῶ, [[κάμπτω]]· τὸ ἐνεργ. παρ’ Ὁμ. ἀείποτε περὶ τῆς στροφῆς τοῦ ἅρματος περὶ τοὺς καμπτῆρας, [[οἶσθα]] γὰρ εὖ περὶ τέρμαθ’ ἑλισσέμεν ἵππους Ἰλ. Ψ. 309, κτλ. 2) [[καθόλου]], [[κυλίω]], [[περιστρέφω]], [[περιάγω]], ἑλ. βίου πόρον, [[κυλίω]] ἐμπρὸς τὸ [[ῥεῦμα]] τῆς ζωῆς, Πίνδ. Ι. 7 (8), 29· [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ λαμπροῦ αἰθέρος, ὦ πάντων αἰθὴρ κοινὸν [[φάος]] εἱλίσσων Αἰσχύλ. Πρ. 1092· [[ἥλιος]] … εἱλίσσων φλόγα Εὐρ. Φοίν. 3· ἑλ. κόνιν Αἰσχύλ. Πρ. 1085· ἑλ. δίνας, ἐπὶ τοῦ Εὐρίπου, Εὐρ. Ι. Τ. 7, πρβλ. 1103· ἑλ. κόρας βλέφαρα ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 868, Ὀρ. 1266. 3) ἐπὶ πάσης ὁρμητικῆς κινήσεως, ἰδίως κυκλοτεροῦς, ἅλιον … ἑλίσσων πλάταν Σοφ. Αἴ. 357· ἐπὶ ὀρχήσεως, ἑλ. [[πόδα]] Εὐρ. Ὀρ. 171, πρβλ. Ἰ. Α. 215· ἑλ. θιάσους, ὁδηγεῖν τοὺς χορευτικοὺς ὁμίλους, ὁ αὐτ. Ἰ. Τ. 1145· ἑλ. χοροὺς Στράττις ἐν Ἀδήλ. 1· καὶ ἀπολ., [[χορεύω]], Εὐρ. Φοίν. 235, πρβλ. Ὀρ. 1292 ([[ὁπόθεν]], ἑλ. τινά, ὀρχεῖσθαι εἰς τιμήν τινος, ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 690, Ἰ. Α. 1480)· ἑλ. βωμόν, ὀρχεῖσθαι [[πέριξ]] [[αὐτοῦ]], Καλλ. εἰς Δῆλ. 321. 4) [[περιελίσσω]], πλόκαμον περὶ ἄτρακτον Ἡρόδ. 4. 34, πρβλ. 2. 38· [[λίνον]] ἠλακάτᾳ ἑλ. Εὐρ. Ὀρ. 1432· χεῖρας ἀμφὶ γόνυ ἑλ., περισφίγγειν, ὁ αὐτ. Φοιν. 1622. 5) μεταφ., [[περιστρέφω]] ἐν τῇ διανοίᾳ μου, διανοοῦμαι, τοιαῦθ’ ἑλ. Σοφ. Ἀντ. 231· ἑλ. λόγους, λέγειν πανούργους λόγους, Εὐρ. Ὀρ. 892. 6) [[περικάμπτω]], τρισσοὺς γὰρ ἑλίσσων (ὁ Ὠκεανὸς) κόλπους... ἐρεύγεται Διον. Περιηγ. 630, πρβλ. 979. ΙΙ. παθ. καὶ μέσ., ὑποστρέφομαι, ἑλιχθέντων ὑπ’ Ἀχαιῶν, ὑποστραφέντων ὑπὸ τῶν Ἀχαιῶν, Ἰλ. Μ. 74, πρβλ. 408· [[οὕτως]] ἐπὶ κάπρου, ἑλιξάμενος, ὑποστραφείς, συστραφεὶς πρὸς ἄμυναν, Ρ. 283, πρβλ. 728 καὶ ἴδε ἐν λ. [[δοκεύω]]· ἐπὶ ὄφεως, συσπειρῶμαι, ἑλισσόμενος περὶ χειῇ. «συστρεφόμενος, εἰλούμενος περὶ σχισμῇ» (Σχόλ.), Χ. 95· ἡ δέ θ’ ἑλισσομένη πέτεται (δηλ. ἡ καλαῦροψ), ἡ δὲ βουκολικὴ [[ῥάβδος]] διέρχεται τὸν ἀέρα συστρεφομένη, Ψ. 846· κνίσῃ... ἑλισσομένη περὶ καπνῷ, συστρεφομένη [[μετὰ]] τοῦ καπνοῦ, Α. 317· ἑλισσόμενοι περὶ δίνας, περιστρεφόμενοι κατὰ τὰς δίνας, Φ. 11· [[οὕτως]] ἐπὶ ποταμῶν περιδινουμένων, περιστρεφομένων, Ἡσ. Θ. 791· ἐπὶ τῶν κυμάτων, τὸ ἑλισσόμενος ἀεὶ κυμάτων Πίνδ. Ν. 94· ἐπὶ τοῦ Ὠκεανοῦ, ἑλίσσεσθαι περὶ χθόνα Αἰσχύλ. Πρ. 138· ὧραι ἑλισσόμεναι, αἱ περιστρεφόμεναι ὧραι, Πινδ. Ο. 4. 5. 2) στρέφομαι ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]], περιφέρομαι, ἀν’ ὅμιλον Ἰλ. Μ. 49· καθ’ ὅμιλον [[αὐτόθι]] 467, πρβλ. Ρ. 728· ἑλίσσετο [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]], περιεστρέφετο ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]] ἀγνοῶν τί νὰ πράξῃ, Ὀδ. Υ. 24· [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ Λατ. versari, εἶμαι συνεχῶς ἠσχολημένος εἴς τι [[πρᾶγμα]], περὶ φύσας Ἰλ. Σ. 372, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 194Β· ἐπὶ μελισσῶν, ἑλίσσεσθαι μέλιτος, ἀσχολεῖσθαι περὶ τὸ [[μέλι]], Ἄρατ. 1030. 3) περιδινοῦμαι ὀρχούμενος, Εὐρ. Βάκχ. 570, Ι. Α. 1055. 4) Μέσ. μετ’ ἐνεργ. σημασ., ἧκε δέ μιν σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος δι’ ὁμίλου, «ἔρριψε δὲ αὐτὴν διὰ τοῦ στρατοῦ δίκην σφαίρας συστρέψας τὴν χεῖρα» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ν. 204. 5) τὰς κεφαλὰς [[εἱλίχατο]] μίτρῃσι, ἔχουσι τὰς κεφαλάς τῶν περιτετυλιγμένας μὲ μίτρας (σαρίκια), Ἡρόδ. 7. 90. Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 475.
|lstext='''ἑλίσσω''': Ἐπ. ἀπαρ. -έμεν Ἰλ. Ψ. 309· Ἰων. [[εἱλίσσω]] Ἡρόδ.: μέλλ. ἑλίξω Εὐρ. Φοίν. 711· ἀόρ. εἵλιξα Πλάτ. Τίμ. 73Α· μετοχ. ἑλίξας Ἰλ. Ψ. 466, Ἰων. εἱλίξας Ἡρόδ. 4. 34. - Μέσ., Ὅμ.: μέλλ. ἑλίξομαι Ἰλ. Ρ. 728: ἀόρ. ἑλιξάμην Μ. 467, Ρ. 283. - Παθ.: μέλλ. ἑλιγήσομαι Ἑβδ. (Ἡσαΐας ΛΔ΄, 4): ἀόρ. εἱλίχθην Εὐρ., μετοχ. ἑλιχθεὶς Ἰλ. Μ. 74: πρκμ. εἵλιγμαι, [[ἐλήλιγμαι]] Παυσ. 1. 17, 12, Ἰων. γ΄ πληθ. [[εἱλίχατο]] Ἡρόδ. 7. 90: ὑπερσ. εἵλικτο Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 927. - Ὁ Ἰων. [[τύπος]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ. ([[χάριν]] τοῦ μέτρου) καὶ εὕρηται [[ἅπαξ]] ἢ δὶς ἐν χειρογράφ. τοῦ Πλάτ. (ἐν Φιλήβ. 15Ε, πρβλ. [[ἀνείλιξις]]), ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] ἀπαντᾶ παρ’ Ὁμ. (Περὶ τῆς ἐτυμολ. ἴδε ἐν λ. εἵλω). Στρέφω [[πέριξ]], εἰλῶ, [[κάμπτω]]· τὸ ἐνεργ. παρ’ Ὁμ. ἀείποτε περὶ τῆς στροφῆς τοῦ ἅρματος περὶ τοὺς καμπτῆρας, [[οἶσθα]] γὰρ εὖ περὶ τέρμαθ’ ἑλισσέμεν ἵππους Ἰλ. Ψ. 309, κτλ. 2) [[καθόλου]], [[κυλίω]], [[περιστρέφω]], [[περιάγω]], ἑλ. βίου πόρον, [[κυλίω]] ἐμπρὸς τὸ [[ῥεῦμα]] τῆς ζωῆς, Πίνδ. Ι. 7 (8), 29· [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ λαμπροῦ αἰθέρος, ὦ πάντων αἰθὴρ κοινὸν [[φάος]] εἱλίσσων Αἰσχύλ. Πρ. 1092· [[ἥλιος]] … εἱλίσσων φλόγα Εὐρ. Φοίν. 3· ἑλ. κόνιν Αἰσχύλ. Πρ. 1085· ἑλ. δίνας, ἐπὶ τοῦ Εὐρίπου, Εὐρ. Ι. Τ. 7, πρβλ. 1103· ἑλ. κόρας βλέφαρα ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 868, Ὀρ. 1266. 3) ἐπὶ πάσης ὁρμητικῆς κινήσεως, ἰδίως κυκλοτεροῦς, ἅλιον … ἑλίσσων πλάταν Σοφ. Αἴ. 357· ἐπὶ ὀρχήσεως, ἑλ. [[πόδα]] Εὐρ. Ὀρ. 171, πρβλ. Ἰ. Α. 215· ἑλ. θιάσους, ὁδηγεῖν τοὺς χορευτικοὺς ὁμίλους, ὁ αὐτ. Ἰ. Τ. 1145· ἑλ. χοροὺς Στράττις ἐν Ἀδήλ. 1· καὶ ἀπολ., [[χορεύω]], Εὐρ. Φοίν. 235, πρβλ. Ὀρ. 1292 ([[ὁπόθεν]], ἑλ. τινά, ὀρχεῖσθαι εἰς τιμήν τινος, ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 690, Ἰ. Α. 1480)· ἑλ. βωμόν, ὀρχεῖσθαι [[πέριξ]] [[αὐτοῦ]], Καλλ. εἰς Δῆλ. 321. 4) [[περιελίσσω]], πλόκαμον περὶ ἄτρακτον Ἡρόδ. 4. 34, πρβλ. 2. 38· [[λίνον]] ἠλακάτᾳ ἑλ. Εὐρ. Ὀρ. 1432· χεῖρας ἀμφὶ γόνυ ἑλ., περισφίγγειν, ὁ αὐτ. Φοιν. 1622. 5) μεταφ., [[περιστρέφω]] ἐν τῇ διανοίᾳ μου, διανοοῦμαι, τοιαῦθ’ ἑλ. Σοφ. Ἀντ. 231· ἑλ. λόγους, λέγειν πανούργους λόγους, Εὐρ. Ὀρ. 892. 6) [[περικάμπτω]], τρισσοὺς γὰρ ἑλίσσων (ὁ Ὠκεανὸς) κόλπους... ἐρεύγεται Διον. Περιηγ. 630, πρβλ. 979. ΙΙ. παθ. καὶ μέσ., ὑποστρέφομαι, ἑλιχθέντων ὑπ’ Ἀχαιῶν, ὑποστραφέντων ὑπὸ τῶν Ἀχαιῶν, Ἰλ. Μ. 74, πρβλ. 408· [[οὕτως]] ἐπὶ κάπρου, ἑλιξάμενος, ὑποστραφείς, συστραφεὶς πρὸς ἄμυναν, Ρ. 283, πρβλ. 728 καὶ ἴδε ἐν λ. [[δοκεύω]]· ἐπὶ ὄφεως, συσπειρῶμαι, ἑλισσόμενος περὶ χειῇ. «συστρεφόμενος, εἰλούμενος περὶ σχισμῇ» (Σχόλ.), Χ. 95· ἡ δέ θ’ ἑλισσομένη πέτεται (δηλ. ἡ καλαῦροψ), ἡ δὲ βουκολικὴ [[ῥάβδος]] διέρχεται τὸν ἀέρα συστρεφομένη, Ψ. 846· κνίσῃ... ἑλισσομένη περὶ καπνῷ, συστρεφομένη [[μετὰ]] τοῦ καπνοῦ, Α. 317· ἑλισσόμενοι περὶ δίνας, περιστρεφόμενοι κατὰ τὰς δίνας, Φ. 11· [[οὕτως]] ἐπὶ ποταμῶν περιδινουμένων, περιστρεφομένων, Ἡσ. Θ. 791· ἐπὶ τῶν κυμάτων, τὸ ἑλισσόμενος ἀεὶ κυμάτων Πίνδ. Ν. 94· ἐπὶ τοῦ Ὠκεανοῦ, ἑλίσσεσθαι περὶ χθόνα Αἰσχύλ. Πρ. 138· ὧραι ἑλισσόμεναι, αἱ περιστρεφόμεναι ὧραι, Πινδ. Ο. 4. 5. 2) στρέφομαι ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]], περιφέρομαι, ἀν’ ὅμιλον Ἰλ. Μ. 49· καθ’ ὅμιλον [[αὐτόθι]] 467, πρβλ. Ρ. 728· ἑλίσσετο [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]], περιεστρέφετο ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]] ἀγνοῶν τί νὰ πράξῃ, Ὀδ. Υ. 24· [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ Λατ. versari, εἶμαι συνεχῶς ἠσχολημένος εἴς τι [[πρᾶγμα]], περὶ φύσας Ἰλ. Σ. 372, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 194Β· ἐπὶ μελισσῶν, ἑλίσσεσθαι μέλιτος, ἀσχολεῖσθαι περὶ τὸ [[μέλι]], Ἄρατ. 1030. 3) περιδινοῦμαι ὀρχούμενος, Εὐρ. Βάκχ. 570, Ι. Α. 1055. 4) Μέσ. μετ’ ἐνεργ. σημασ., ἧκε δέ μιν σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος δι’ ὁμίλου, «ἔρριψε δὲ αὐτὴν διὰ τοῦ στρατοῦ δίκην σφαίρας συστρέψας τὴν χεῖρα» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ν. 204. 5) τὰς κεφαλὰς [[εἱλίχατο]] μίτρῃσι, ἔχουσι τὰς κεφαλάς τῶν περιτετυλιγμένας μὲ μίτρας (σαρίκια), Ἡρόδ. 7. 90. Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 475.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> εἵλισσον, <i>f.</i> ἑλίξω, <i>ao.</i> [[εἵλιξα]], <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> inus., <i>ao.</i> εἱλίχθην, <i>pf.</i> εἵλιγμαι, <i>pqp.</i> [[εἱλίγμην]];<br /><b>I.</b> faire tourner : περὶ [[τέρμα]] (<i>s.e.</i> ἵππους) IL faire tourner les chevaux autour de la borne (du stade) ; <i>abs.</i> parcourir la carrière en allant et revenant ; κόνιν ESCHL soulever des tourbillons de poussière ; πλάταν SOPH faire tourner la rame, ramer ; [[φάος]] ESCHL promener sa lumière autour du monde <i>en parl. du soleil</i> ; θιάσους EUR conduire des danses en rond ; ἑλ. τινα, honorer un dieu par des danses circulaires;<br /><b>II.</b> rouler, <i>d’où</i><br /><b>1</b> enrouler : πλόκαμον περὶ ἄτρακτον HDT une tresse (de fil) autour du fuseau ; <i>Pass.</i> [[τὰς]] κεφαλὰς [[εἱλίχατο]] μίτρῃσι HDT ils avaient des turbans enroulés autour de la tête;<br /><b>2</b> dérouler ; <i>fig.</i> [[τι]], rouler qch (une pensée, <i>etc.</i>) dans son esprit;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἑλίσσομαι (<i>f.</i> ἑλίξομαι, <i>ao.</i> εἱλιξάμην);<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> se rouler, s’enrouler;<br /><b>2</b> se retourner, circuler, aller et venir : [[ἀν]]’ ὅμιλον IL <i>ou</i> καθ’ ὅμιλον IL dans l’assemblée ; [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] OD tourner ici et là, ne savoir que faire;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> s’occuper de (<i>cf. lat.</i> versari in) : [[περί]] [[τι]], de qch;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> faire tourner, faire tournoyer : τινα [[σφαιρηδόν]] IL qqn comme une balle.<br />'''Étymologie:''' [[ἕλιξ]].
}}
}}