Anonymous

ἔνθερμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔνθερμος''': -ον, [[θερμός]], [[ζεστός]], Ἱππ. 1180Ε, Πλούτ. 2. 951Ε. 2) μεταφ., [[πλήρης]] θερμότητος, [[θερμουργός]], [[διάνοια]] Ἀριστ. Φυσιογν. 2, 9, πρβλ. 3, 14: - Ἐπίρρ. ἐνθέρμως, Εὐστ. Πονημ. 4. 28, Κωνστ. Μανασσ. Χρον. σ. 101D.
|lstext='''ἔνθερμος''': -ον, [[θερμός]], [[ζεστός]], Ἱππ. 1180Ε, Πλούτ. 2. 951Ε. 2) μεταφ., [[πλήρης]] θερμότητος, [[θερμουργός]], [[διάνοια]] Ἀριστ. Φυσιογν. 2, 9, πρβλ. 3, 14: - Ἐπίρρ. ἐνθέρμως, Εὐστ. Πονημ. 4. 28, Κωνστ. Μανασσ. Χρον. σ. 101D.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />très chaud.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[θερμός]].
}}
}}