Anonymous

ἐμψυχία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμψῡχία''': ἡ, τὸ ἔχειν ψυχήν, ζωήν, Πλούτ. 2. 1053Β, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 2. 25. ΙΙ. ἐσωτερικὸν [[ψῦχος]], Ἀρχέλαος ὑπὸ θερμοῦ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον Στοβ. Ἐκλογ. 1. 454.
|lstext='''ἐμψῡχία''': ἡ, τὸ ἔχειν ψυχήν, ζωήν, Πλούτ. 2. 1053Β, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 2. 25. ΙΙ. ἐσωτερικὸν [[ψῦχος]], Ἀρχέλαος ὑπὸ θερμοῦ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον Στοβ. Ἐκλογ. 1. 454.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />état d’un être animé, vie.<br />'''Étymologie:''' [[ἔμψυχος]].
}}
}}