Anonymous

ἐλεαίρω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλεαίρω''': ἐπιτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[ἐλεέω]], [[οἰκτείρω]], λυποῦμαι, τινὰ Ἰλ. Ζ. 407, Ὀδ. Κ. 399, κτλ.: ― Ἐπ. λέξ. ἐν χρήσει παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Ἱππ. 793, Λουκ. ἐν Τραγῳδοποδ. 305.
|lstext='''ἐλεαίρω''': ἐπιτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[ἐλεέω]], [[οἰκτείρω]], λυποῦμαι, τινὰ Ἰλ. Ζ. 407, Ὀδ. Κ. 399, κτλ.: ― Ἐπ. λέξ. ἐν χρήσει παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Ἱππ. 793, Λουκ. ἐν Τραγῳδοποδ. 305.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf. poét.</i> ἐλέαιρον;<br />avoir pitié de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἔλεος]].
}}
}}