3,274,921
edits
(6_11) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνθουσιαστικός''': -ή, -όν, ἔχων ἔμπνευσιν, ἐξεστηκώς, Πλάτ. Τίμ. 71Ε· [[μάλιστα]] ἐκ μουσικῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 5, 16· τὴν ἐνθουσιαστικὴν σοφίαν, τὴν μαντικήν, Πλούτ. Σόλ. 12· τὸ ἐνθουσιαστικόν, ὁ [[ἐνθουσιασμός]], Πλάτ. Φαῖδρ. 263D. - Ἐπίρρ. ἐνθουσιαστικῶς διατιθέναι τινὰ Πλούτ. 2. 433C. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ προξενῶν, ὁ ἐμπνέων ἐνθουσιασμόν, ἐπὶ μουσικῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 4 καὶ 6, πρβλ. 8. 5. 16 καὶ 22. | |lstext='''ἐνθουσιαστικός''': -ή, -όν, ἔχων ἔμπνευσιν, ἐξεστηκώς, Πλάτ. Τίμ. 71Ε· [[μάλιστα]] ἐκ μουσικῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 5, 16· τὴν ἐνθουσιαστικὴν σοφίαν, τὴν μαντικήν, Πλούτ. Σόλ. 12· τὸ ἐνθουσιαστικόν, ὁ [[ἐνθουσιασμός]], Πλάτ. Φαῖδρ. 263D. - Ἐπίρρ. ἐνθουσιαστικῶς διατιθέναι τινὰ Πλούτ. 2. 433C. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ προξενῶν, ὁ ἐμπνέων ἐνθουσιασμόν, ἐπὶ μουσικῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 4 καὶ 6, πρβλ. 8. 5. 16 καὶ 22. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />inspiré.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνθουσιάζω]]. | |||
}} | }} |