Anonymous

ἐμπατέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπᾰτέω''': μέλλ. -ήσω, πατῶ [[ἐντός]], [[εἰσέρχομαι]], οὔ μοι φόβου [[μέλαθρον]] ἐλπὶς ἐμπατεῖν (ἐμπατεῖ χειρόγρ., Franz, Dindorf.) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1434. ΙΙ. μεταβ., πατῶ [[ἐπάνω]] εἴς τι, καταπατῶ, νεκροὺς Ἰώσηπ. Πολ. 6. 9. 4. - Μέσ., πατῶ, ἐπὶ τῶν ἐν ληνῷ πατούντων σταφυλάς, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 151.
|lstext='''ἐμπᾰτέω''': μέλλ. -ήσω, πατῶ [[ἐντός]], [[εἰσέρχομαι]], οὔ μοι φόβου [[μέλαθρον]] ἐλπὶς ἐμπατεῖν (ἐμπατεῖ χειρόγρ., Franz, Dindorf.) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1434. ΙΙ. μεταβ., πατῶ [[ἐπάνω]] εἴς τι, καταπατῶ, νεκροὺς Ἰώσηπ. Πολ. 6. 9. 4. - Μέσ., πατῶ, ἐπὶ τῶν ἐν ληνῷ πατούντων σταφυλάς, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 151.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />entrer dans, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πατέω]].
}}
}}