Anonymous

ἐνόδιος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνόδιος''': -α, -ον, καὶ Ἐπικ. [[εἰνόδιος]], -η, -ον, Ὅμ., οὕτω καὶ οἱ Τραγ. ἐν τοῖς λυρικοῖς χωρίοις, ἀλλὰ μόνον ἐν τῷ θηλ. εἰνοδία, μεταγν. [[ὡσαύτως]] ος, ον, Παυσ. 3. 14, 9· (ὁδός): - ἐν τῇ ὁδῷ ἢ κατὰ τὴν ὁδόν, Λατ. vialis, σφήκεσσιν ἐοικότες... εἰνοδίοις, «τοῖς τὴν σφηκιὰν ἔχουσι παρὰ τὴν ὁδόν» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 260· ἐνοδίους τε συμβόλους, «τὰ κατὰ τὴν ὁδὸν συναντήματα, δι’ ὧν δεῖ συμβάλλειν καὶ μαντεύεσθαι» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πρ. 487· πρβλ. Ὁράτ. ᾨδ. 3. 27· ἐνόδιοι πόλεις Πλουτ. Αἰμίλ. 8· στάσεις σκηνῶν ὁ αὐτ. Ἀντών. 9· ἐνόδια ὅπλα, πρὸς χρῆσιν ἐν τῇ ὁδῷ, Διον. Ἁλ. 4. 48. 2) ὡς οὐσιαστ., ἐνόδια, τά, δίκτυα θηρευτικὰ πρὸς ἀποκλεισμὸν τῶν ὁδῶν, ἐμβάλλετο δὲ τὰ ἐνόδια εἰς τὰς ὁδοὺς Ξεν. Κυν. 6. 9. β) ἕλκη προξενούμενα ἐκ μακρᾶς ὁδοιπορίας ἢ ἄλλης κοπιώδους κινήσεως, ὅτι δὲ κινήσεις καὶ πόνοι ποιοῦσιν ἐνίοις τὰ τοιαῦτα (ἕλκη) φανερὸν ἐκ τῶν ἐνοδίων καλουμένων, κτλ., Θεοφρ. π. Ὑδρώτων 15. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. θεῶν τινων ὧν τὰ ἀγάλματα ἴσταντο παρὰ τὴν ὁδὸν ἢ ἐν ταῖς τριόδοις, Λατ. triviales, [[οἷον]] ἐπὶ τῆς Ἑκάτης, εἰνοδίας Ἑκάτης Σοφ. Ἀποσπ. 480· ἐνοδία θεὸς ὁ αὐτ. Ἀντ. 1199· εἰνοδία [[θυγάτηρ]] Δάματρος Εὐρ. Ἴων 1048· [[δαίμων]] ἐνοδία Συλλ. Ἐπιγρ. 26, καὶ Ἐνοδία μόνον = Τριοδῖτις, Λατ. Trivia, Εὐρ. Ἑλ. 570· ἡ Ἐνόδιος Παυσ. ἔνθ’ ἀνωτ.: [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Θεόκρ. 25. 4, κτλ.· πρβλ. [[Ἀγυιεύς]]. - ἐνόδιον, τό, προσευχὴ πρὶν ἐξέλθῃ τις εἰς ὁδοιπορίαν, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ. 518Α.
|lstext='''ἐνόδιος''': -α, -ον, καὶ Ἐπικ. [[εἰνόδιος]], -η, -ον, Ὅμ., οὕτω καὶ οἱ Τραγ. ἐν τοῖς λυρικοῖς χωρίοις, ἀλλὰ μόνον ἐν τῷ θηλ. εἰνοδία, μεταγν. [[ὡσαύτως]] ος, ον, Παυσ. 3. 14, 9· (ὁδός): - ἐν τῇ ὁδῷ ἢ κατὰ τὴν ὁδόν, Λατ. vialis, σφήκεσσιν ἐοικότες... εἰνοδίοις, «τοῖς τὴν σφηκιὰν ἔχουσι παρὰ τὴν ὁδόν» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 260· ἐνοδίους τε συμβόλους, «τὰ κατὰ τὴν ὁδὸν συναντήματα, δι’ ὧν δεῖ συμβάλλειν καὶ μαντεύεσθαι» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πρ. 487· πρβλ. Ὁράτ. ᾨδ. 3. 27· ἐνόδιοι πόλεις Πλουτ. Αἰμίλ. 8· στάσεις σκηνῶν ὁ αὐτ. Ἀντών. 9· ἐνόδια ὅπλα, πρὸς χρῆσιν ἐν τῇ ὁδῷ, Διον. Ἁλ. 4. 48. 2) ὡς οὐσιαστ., ἐνόδια, τά, δίκτυα θηρευτικὰ πρὸς ἀποκλεισμὸν τῶν ὁδῶν, ἐμβάλλετο δὲ τὰ ἐνόδια εἰς τὰς ὁδοὺς Ξεν. Κυν. 6. 9. β) ἕλκη προξενούμενα ἐκ μακρᾶς ὁδοιπορίας ἢ ἄλλης κοπιώδους κινήσεως, ὅτι δὲ κινήσεις καὶ πόνοι ποιοῦσιν ἐνίοις τὰ τοιαῦτα (ἕλκη) φανερὸν ἐκ τῶν ἐνοδίων καλουμένων, κτλ., Θεοφρ. π. Ὑδρώτων 15. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. θεῶν τινων ὧν τὰ ἀγάλματα ἴσταντο παρὰ τὴν ὁδὸν ἢ ἐν ταῖς τριόδοις, Λατ. triviales, [[οἷον]] ἐπὶ τῆς Ἑκάτης, εἰνοδίας Ἑκάτης Σοφ. Ἀποσπ. 480· ἐνοδία θεὸς ὁ αὐτ. Ἀντ. 1199· εἰνοδία [[θυγάτηρ]] Δάματρος Εὐρ. Ἴων 1048· [[δαίμων]] ἐνοδία Συλλ. Ἐπιγρ. 26, καὶ Ἐνοδία μόνον = Τριοδῖτις, Λατ. Trivia, Εὐρ. Ἑλ. 570· ἡ Ἐνόδιος Παυσ. ἔνθ’ ἀνωτ.: [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Θεόκρ. 25. 4, κτλ.· πρβλ. [[Ἀγυιεύς]]. - ἐνόδιον, τό, προσευχὴ πρὶν ἐξέλθῃ τις εἰς ὁδοιπορίαν, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ. 518Α.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br /><b>1</b> qui se trouve sur la route : πόλεις PLUT villes situées sur le passage (d’une armée, d’un voyageur) ; σύμβολοι ESCHL présages qu’on rencontre sur la route;<br /><b>2</b> qui concerne un trajet ; protecteur des routes (Hermès) ; ἡ ἐνοδία [[θεός]] SOPH la déesse protectrice des routes (Hécate) ; <i>abs.</i> ἡ Ἐνοδία <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ὁδός]].
}}
}}