3,277,218
edits
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐντελής''': -ές, ([[τέλος]]) ὡς καὶ νῦν, [[πλήρης]], [[τέλειος]], τὸν μισθὸν ἀποδώσω ’ντελῆ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1367, πρβλ. Θουκ. 8. 45· δοῦναι ἐντ. τὴν διαχμὴν [[αὐτόθι]] 29· τροφὴν ἐντ. δοῦναι [[αὐτόθι]] 78· ἐντελές, [[ἐντέλεια]], Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 2, 5. 2) ἐπὶ θυμάτων, ἄρτιος, [[τέλειος]], [[ἄμεμπτος]], [[ἀκήρατος]], δώδεκ’ ἐντελεῖς ἔχων [[βοῦς]] (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁμήρου τεληέσσας ἑκατόμβας) Σοφ. Τρ. 760, πρβλ. Λουκ. π. Θυσ. 12. 3) ἐπὶ πολεμικῆς παρασκευῆς, τά τε ἐν τῇ πόλει ὅπλων ἐξετάσει καὶ ἵππων ἐσκόπουν εἰ ἐντελῆ ἐστι, ἐν καλῇ καταστάσει, Θουκ. 6. 45· τρήρεις Αἰσχίν. 51. 32. 4) ἐπὶ ἀνθρώπων, οὐ γὰρ ἐντελὴς... προσφέρειν, μὴ ἔχων πλήρη ἡλικίαν [[ὥστε]] νὰ..., Αἰσχύλ. Χο. 250· ἐντ. τὴν ἡλικίαν Αἰλ. π. Ζ. 3. 40. 5) Ἐπίρρ. ἐντελῶς, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 29, 2, Πολύβ. 10. 30, 3, κτλ. ΙΙ. πλήρη, τελείαν ἔχων δύναμιν, [[πανίσχυρος]], ἐντ. θεαί, Ἀνάγκη καὶ Βία Συλλ. Ἐπίγρ. 4379ο: - οἱ ἐντελεῖς = οἱ ἐν τέλει, ἄρχοντες ἄνθρωποι ἐπίσημοι, Διοδ. Ἀποσπ. 599. 17, Ἀρτεμ. 2. 35· ἐν Αἰσχύλου Ἀγ. 105 ἀντὶ τοῦ ἐκτελέων ὁ Aurat. γράφει ἐντελέων. | |lstext='''ἐντελής''': -ές, ([[τέλος]]) ὡς καὶ νῦν, [[πλήρης]], [[τέλειος]], τὸν μισθὸν ἀποδώσω ’ντελῆ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1367, πρβλ. Θουκ. 8. 45· δοῦναι ἐντ. τὴν διαχμὴν [[αὐτόθι]] 29· τροφὴν ἐντ. δοῦναι [[αὐτόθι]] 78· ἐντελές, [[ἐντέλεια]], Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 2, 5. 2) ἐπὶ θυμάτων, ἄρτιος, [[τέλειος]], [[ἄμεμπτος]], [[ἀκήρατος]], δώδεκ’ ἐντελεῖς ἔχων [[βοῦς]] (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁμήρου τεληέσσας ἑκατόμβας) Σοφ. Τρ. 760, πρβλ. Λουκ. π. Θυσ. 12. 3) ἐπὶ πολεμικῆς παρασκευῆς, τά τε ἐν τῇ πόλει ὅπλων ἐξετάσει καὶ ἵππων ἐσκόπουν εἰ ἐντελῆ ἐστι, ἐν καλῇ καταστάσει, Θουκ. 6. 45· τρήρεις Αἰσχίν. 51. 32. 4) ἐπὶ ἀνθρώπων, οὐ γὰρ ἐντελὴς... προσφέρειν, μὴ ἔχων πλήρη ἡλικίαν [[ὥστε]] νὰ..., Αἰσχύλ. Χο. 250· ἐντ. τὴν ἡλικίαν Αἰλ. π. Ζ. 3. 40. 5) Ἐπίρρ. ἐντελῶς, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 29, 2, Πολύβ. 10. 30, 3, κτλ. ΙΙ. πλήρη, τελείαν ἔχων δύναμιν, [[πανίσχυρος]], ἐντ. θεαί, Ἀνάγκη καὶ Βία Συλλ. Ἐπίγρ. 4379ο: - οἱ ἐντελεῖς = οἱ ἐν τέλει, ἄρχοντες ἄνθρωποι ἐπίσημοι, Διοδ. Ἀποσπ. 599. 17, Ἀρτεμ. 2. 35· ἐν Αἰσχύλου Ἀγ. 105 ἀντὶ τοῦ ἐκτελέων ὁ Aurat. γράφει ἐντελέων. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />accompli :<br /><b>1</b> <i>en parl. de pers.</i> parvenu à son entier développement ; <i>en parl. de choses</i> complet;<br /><b>2</b> accompli, parfait, en parfait état ; <i>en parl. de soldats, de vaisseaux</i> bien équipé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[τέλος]]. | |||
}} | }} |