Anonymous

ἕλξις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἕλξις''': -εως, η, ([[ἕλκω]]), τὸ ἕλκειν, σύρειν, τὰς Ἔκτορος ἕλξεις Πλάτ. Πολ. 391B˙ ἱματίων [[ἕλξις]] (ἴδε [[ἕλκω]] Ι. 2), ὁ αὐτ. Ἀλκ. 1. 122C˙ ἀντιτίθεται τῇ ὥσει Θεμίστ. 94. 2) τὸ ἐφελκύειν, ὁ αὐτ. Τίμ. 80C. 3) τέντωμα τοῦ τόξου, Φιλόστρ. 717. 4) [[κατάποσις]], [[ῥόφησις]], «τράβηγμα», Παῦλ. Σιλ. Θερμ. 82.
|lstext='''ἕλξις''': -εως, η, ([[ἕλκω]]), τὸ ἕλκειν, σύρειν, τὰς Ἔκτορος ἕλξεις Πλάτ. Πολ. 391B˙ ἱματίων [[ἕλξις]] (ἴδε [[ἕλκω]] Ι. 2), ὁ αὐτ. Ἀλκ. 1. 122C˙ ἀντιτίθεται τῇ ὥσει Θεμίστ. 94. 2) τὸ ἐφελκύειν, ὁ αὐτ. Τίμ. 80C. 3) τέντωμα τοῦ τόξου, Φιλόστρ. 717. 4) [[κατάποσις]], [[ῥόφησις]], «τράβηγμα», Παῦλ. Σιλ. Θερμ. 82.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de tirer ; <i>particul.</i> action de tendre un arc;<br /><b>2</b> action de traîner;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> attraction.<br />'''Étymologie:''' [[ἕλκω]].
}}
}}