3,276,318
edits
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἕλξις''': -εως, η, ([[ἕλκω]]), τὸ ἕλκειν, σύρειν, τὰς Ἔκτορος ἕλξεις Πλάτ. Πολ. 391B˙ ἱματίων [[ἕλξις]] (ἴδε [[ἕλκω]] Ι. 2), ὁ αὐτ. Ἀλκ. 1. 122C˙ ἀντιτίθεται τῇ ὥσει Θεμίστ. 94. 2) τὸ ἐφελκύειν, ὁ αὐτ. Τίμ. 80C. 3) τέντωμα τοῦ τόξου, Φιλόστρ. 717. 4) [[κατάποσις]], [[ῥόφησις]], «τράβηγμα», Παῦλ. Σιλ. Θερμ. 82. | |lstext='''ἕλξις''': -εως, η, ([[ἕλκω]]), τὸ ἕλκειν, σύρειν, τὰς Ἔκτορος ἕλξεις Πλάτ. Πολ. 391B˙ ἱματίων [[ἕλξις]] (ἴδε [[ἕλκω]] Ι. 2), ὁ αὐτ. Ἀλκ. 1. 122C˙ ἀντιτίθεται τῇ ὥσει Θεμίστ. 94. 2) τὸ ἐφελκύειν, ὁ αὐτ. Τίμ. 80C. 3) τέντωμα τοῦ τόξου, Φιλόστρ. 717. 4) [[κατάποσις]], [[ῥόφησις]], «τράβηγμα», Παῦλ. Σιλ. Θερμ. 82. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de tirer ; <i>particul.</i> action de tendre un arc;<br /><b>2</b> action de traîner;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> attraction.<br />'''Étymologie:''' [[ἕλκω]]. | |||
}} | }} |