Anonymous

ἔνστασις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔνστασις''': -εως, ἡ, (ἐνίσταμαι) [[ἀρχή]], σχέδιον, [[διεξαγωγή]], τοῦ ἀγῶνος Αἰσχίν. 18. 35., 30. 36· τοῦ πολέμου Πολύβ. 4. 62, 3· ἔνστ. βίου, [[τρόπος]] τοῦ βίου, Διογ. Λ. 6. 103, κτλ. ΙΙ. παρ’ ἰατρ., [[στάσις]] ἔν τινι, στάσιμον, λίθων Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 3 (δίς). ΙΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ, [[ἀντίρρησις]] ὡς [[ἐπιχείρημα]], Λατ. instantia, Ἀριστ. Ἀν. Πρ. 2. 26, Ρητ. 2. 25. 2) [[καθόλου]], [[ἐναντίωσις]], [[ἀντίπραξις]], [[ἀντίστασις]], Πολύβ. 6. 17, 8.
|lstext='''ἔνστασις''': -εως, ἡ, (ἐνίσταμαι) [[ἀρχή]], σχέδιον, [[διεξαγωγή]], τοῦ ἀγῶνος Αἰσχίν. 18. 35., 30. 36· τοῦ πολέμου Πολύβ. 4. 62, 3· ἔνστ. βίου, [[τρόπος]] τοῦ βίου, Διογ. Λ. 6. 103, κτλ. ΙΙ. παρ’ ἰατρ., [[στάσις]] ἔν τινι, στάσιμον, λίθων Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 3 (δίς). ΙΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ, [[ἀντίρρησις]] ὡς [[ἐπιχείρημα]], Λατ. instantia, Ἀριστ. Ἀν. Πρ. 2. 26, Ρητ. 2. 25. 2) [[καθόλου]], [[ἐναντίωσις]], [[ἀντίπραξις]], [[ἀντίστασις]], Πολύβ. 6. 17, 8.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> direction (d’une entreprise, d’une guerre, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> action de presser un adversaire, objection à un argument.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνίστημι]].
}}
}}