Anonymous

ἐμπολάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπολάω''': παρατ. ἠμπόλων Ἀριστοφ. Σφ. 444, (ἀπ-) Εὐρ.: μέλλ. -ήσω Σοφ. Ἀντ. 1063: ἀόρ. ἠμπόλησα, ἀλλὰ παρ’ Ἰσαίῳ 88. 26 ἐνεπόλησα (πρβλ. [[ἐκκλησιάζω]]): πρκμ. ἠμπόληκα Τραγ.: - Μέσ., ἴδε κατωτέρω: - Παθ., ἀόρ. ἠμπολήθην Σοφ.: πρκμ. ἠμπόλημαι, Ἰων. ἐμπ- (ἐξ-) Ἡρόδ., Σοφ.: (συγγενὲς τῷ [[πωλέω]], ὃ ἴδε)· [[κερδαίνω]] ἐμπορευόμενος, [[συσσωρεύω]], [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, βίοτον πολὺν [[ἐμπολόωντο]], «ἐπραγμάτευον πωλοῦντες καὶ ἀγοράζοντες» (Σχόλ.), Ὀδ. Ο. 455· [[οὕτως]] ἐν τῇ ἐνεργ., [[λαμβάνω]] ἐκ πωλήσεως, ἐξ ὧν προβάτων, κτλ. ἐνεπόλησαν τετρακισχιλίας δραχμὰς Ἰσαῖος ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 5, 4· - [[ἐντεῦθεν]], [[φέρω]], [[ἀποφέρω]], τό γ’ εὖ πράσσειν... κέρδες ἐμπολᾷ Σοφ. Τρ. 93· [[κερδαίνω]], κτῶμαι, δόξαν ἠμποληκότα Γρηγ. Ναζ. Ποίημ. 2. σ. 210, ἔκδ. Κολωνίας. 2) [[ἐμπορεύομαι]], ἐμπολᾶτε τἀπὸ Σάρδεων [[ἤλεκτρον]] Σοφ. Ἀντ. 1037· ὠνοῦμαι, [[ἀγοράζω]], σὺ δ’ ἐμπολήσας ἢ τυχών μ’ αὐτῷ δίδως; ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1025, Ἀριστοφ. Σφ. 444, Εἰρήν. 367, 53· οὐκ [[ἐλεύθερος]] ἀλλ’ ἐμποληθεὶς Σοφ. Τρ. 250· ἀλλὰ τὸ [[ὠνέομαι]] ἦτο ἡ [[συνήθης]] [[λέξις]] ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας: - πρβλ. [[ἐμπολητός]], [[ἐξεμπολάω]]. 3) ὡς μὴ ’μπολήσων [[ἴσθι]] τὴν ἐμὴν φρένα, ἤξευρε ὅτι δὲν θὰ ἐξαγάγῃς [[κέρδος]] ἐκ τοῦ σκοποῦ μου, Σοφ. Ἀντ. 1063, πρβλ. 1055, 1061. ΙΙ. ἀπολ., [[ἐμπορεύομαι]], [[κάμνω]] πώλησιν, ἵν’ ἐμπολᾷ βέλτιον Ἀριστοφ. Εἰρ. 448· νυνὶ δὲ [[πεντήκοντα]] δραχμῶν ἐμπολῶ, ἡ πώλησίς μου φθάνει τὰς [[πεντήκοντα]] δραχμάς, [[αὐτόθι]] 1201· οὐκέτ’ ἐμπολῶμεν οὐδ’ ὡς ἥμισυ ὁ αὐτ. Θεσμ. 452. 2) μεταφ., [[πράττω]] ἢ κατορθῶ τι ἐπιτυχῶς, ἀπὸ στρατείας γὰρ ἠμποληκότα τὰ πλείστ’ ἄμεινον Αἰσχύλ. Εὐμ. 631· [[κάλλιον]] ἐμπολήσει ὁ [[ἄνθρωπος]], θὰ βελτιωθῇ ἡ [[κατάστασις]] τοῦ (πάσχοντος) ἀνθρώπου, Ἱππ. 507. 34· ἠμπόληκας = πέπραγας: ἆρ’ ἠμπόληκας [[ὥσπερ]] ἡ [[φάτις]] κρατεῖ Σοφ. Αἴ. 978 (ἀλλ’ [[ἴσως]] τὸ ἠμπόληκά σ’ = προδέδωκά σ’ [[εἶναι]] ἡ ὀρθὴ γραφή).
|lstext='''ἐμπολάω''': παρατ. ἠμπόλων Ἀριστοφ. Σφ. 444, (ἀπ-) Εὐρ.: μέλλ. -ήσω Σοφ. Ἀντ. 1063: ἀόρ. ἠμπόλησα, ἀλλὰ παρ’ Ἰσαίῳ 88. 26 ἐνεπόλησα (πρβλ. [[ἐκκλησιάζω]]): πρκμ. ἠμπόληκα Τραγ.: - Μέσ., ἴδε κατωτέρω: - Παθ., ἀόρ. ἠμπολήθην Σοφ.: πρκμ. ἠμπόλημαι, Ἰων. ἐμπ- (ἐξ-) Ἡρόδ., Σοφ.: (συγγενὲς τῷ [[πωλέω]], ὃ ἴδε)· [[κερδαίνω]] ἐμπορευόμενος, [[συσσωρεύω]], [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, βίοτον πολὺν [[ἐμπολόωντο]], «ἐπραγμάτευον πωλοῦντες καὶ ἀγοράζοντες» (Σχόλ.), Ὀδ. Ο. 455· [[οὕτως]] ἐν τῇ ἐνεργ., [[λαμβάνω]] ἐκ πωλήσεως, ἐξ ὧν προβάτων, κτλ. ἐνεπόλησαν τετρακισχιλίας δραχμὰς Ἰσαῖος ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 5, 4· - [[ἐντεῦθεν]], [[φέρω]], [[ἀποφέρω]], τό γ’ εὖ πράσσειν... κέρδες ἐμπολᾷ Σοφ. Τρ. 93· [[κερδαίνω]], κτῶμαι, δόξαν ἠμποληκότα Γρηγ. Ναζ. Ποίημ. 2. σ. 210, ἔκδ. Κολωνίας. 2) [[ἐμπορεύομαι]], ἐμπολᾶτε τἀπὸ Σάρδεων [[ἤλεκτρον]] Σοφ. Ἀντ. 1037· ὠνοῦμαι, [[ἀγοράζω]], σὺ δ’ ἐμπολήσας ἢ τυχών μ’ αὐτῷ δίδως; ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1025, Ἀριστοφ. Σφ. 444, Εἰρήν. 367, 53· οὐκ [[ἐλεύθερος]] ἀλλ’ ἐμποληθεὶς Σοφ. Τρ. 250· ἀλλὰ τὸ [[ὠνέομαι]] ἦτο ἡ [[συνήθης]] [[λέξις]] ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας: - πρβλ. [[ἐμπολητός]], [[ἐξεμπολάω]]. 3) ὡς μὴ ’μπολήσων [[ἴσθι]] τὴν ἐμὴν φρένα, ἤξευρε ὅτι δὲν θὰ ἐξαγάγῃς [[κέρδος]] ἐκ τοῦ σκοποῦ μου, Σοφ. Ἀντ. 1063, πρβλ. 1055, 1061. ΙΙ. ἀπολ., [[ἐμπορεύομαι]], [[κάμνω]] πώλησιν, ἵν’ ἐμπολᾷ βέλτιον Ἀριστοφ. Εἰρ. 448· νυνὶ δὲ [[πεντήκοντα]] δραχμῶν ἐμπολῶ, ἡ πώλησίς μου φθάνει τὰς [[πεντήκοντα]] δραχμάς, [[αὐτόθι]] 1201· οὐκέτ’ ἐμπολῶμεν οὐδ’ ὡς ἥμισυ ὁ αὐτ. Θεσμ. 452. 2) μεταφ., [[πράττω]] ἢ κατορθῶ τι ἐπιτυχῶς, ἀπὸ στρατείας γὰρ ἠμποληκότα τὰ πλείστ’ ἄμεινον Αἰσχύλ. Εὐμ. 631· [[κάλλιον]] ἐμπολήσει ὁ [[ἄνθρωπος]], θὰ βελτιωθῇ ἡ [[κατάστασις]] τοῦ (πάσχοντος) ἀνθρώπου, Ἱππ. 507. 34· ἠμπόληκας = πέπραγας: ἆρ’ ἠμπόληκας [[ὥσπερ]] ἡ [[φάτις]] κρατεῖ Σοφ. Αἴ. 978 (ἀλλ’ [[ἴσως]] τὸ ἠμπόληκά σ’ = προδέδωκά σ’ [[εἶναι]] ἡ ὀρθὴ γραφή).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ἠμπόλων]], <i>f.</i> ἐμπολήσω, <i>ao.</i> ἐνεπόλησα, <i>pf.</i> [[ἠμπόληκα]];<br /><i>Pass. ao.</i> ἠμπολήθην, <i>pf.</i> [[ἠμπόλημαι]];<br /><b>I.</b> faire du commerce, trafiquer, négocier, acheter, vendre;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i><br /><b>1</b> gagner : ἀμείνον ἐμπ. ESCHL avoir plus de succès, réussir;<br /><b>2</b> procurer <i>en gén.</i> : [[κέρδος]] SOPH un gain;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐμπολάομαι-ῶμαι se procurer par le trafic : βίοτον πολύν OD des ressources abondantes.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπολή]].
}}
}}