Anonymous

ἐμφόρησις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμφόρησις''': -εως, ἡ, [[ὑπερπλήρωσις]], [[λαίμαργος]] [[πολυφαγία]] καὶ [[πολυποσία]], οὐ διψήσεως [[ἄκος]], ἀλλ’ ἐμφορήσεως [[ἕνεκα]] Ἀθήν. 10 Β.
|lstext='''ἐμφόρησις''': -εως, ἡ, [[ὑπερπλήρωσις]], [[λαίμαργος]] [[πολυφαγία]] καὶ [[πολυποσία]], οὐ διψήσεως [[ἄκος]], ἀλλ’ ἐμφορήσεως [[ἕνεκα]] Ἀθήν. 10 Β.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de se gorger de, usage immodéré, jouissance jusqu’à satiété.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμφορέω]].
}}
}}