Anonymous

ἐναποψύχω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐναποψύχω''': ῡ: μέλλ. -ξω, [[ψύχω]], [[δροσίζω]] ἐμαυτόν, λούομαι, μηδ’ ἐναποψύχειν˙ τὸ γὰρ [[οὔτοι]] λώϊόν ἐστιν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 757. Οἱ παλαιοὶ γραμματικοὶ ἐξέλαβον τὴν λέξιν ὡς κακέμφατον ἑρμηνεύοντες αὐτήν, ἀποπατῶ, [[ἀφοδεύω]], ἀλλ’ ὁ Πρόκλος προσθέτει καὶ ἄλλας ἑρμηνείας: «ἀποπνευματίζειν ἢ ἀναψύξεως [[χάριν]] τοῦ σώματος τοῖς ποταμίοις ῥεύμασιν ἵστασθαι, ἢ ἀποπλύνειν ἢ ἀπονίπτειν». ΙΙ. [[παραδίδω]] τὸ [[πνεῦμα]], «ξεψυχῶ», Ἀνθ. Π. 9.1, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ.
|lstext='''ἐναποψύχω''': ῡ: μέλλ. -ξω, [[ψύχω]], [[δροσίζω]] ἐμαυτόν, λούομαι, μηδ’ ἐναποψύχειν˙ τὸ γὰρ [[οὔτοι]] λώϊόν ἐστιν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 757. Οἱ παλαιοὶ γραμματικοὶ ἐξέλαβον τὴν λέξιν ὡς κακέμφατον ἑρμηνεύοντες αὐτήν, ἀποπατῶ, [[ἀφοδεύω]], ἀλλ’ ὁ Πρόκλος προσθέτει καὶ ἄλλας ἑρμηνείας: «ἀποπνευματίζειν ἢ ἀναψύξεως [[χάριν]] τοῦ σώματος τοῖς ποταμίοις ῥεύμασιν ἵστασθαι, ἢ ἀποπλύνειν ἢ ἀπονίπτειν». ΙΙ. [[παραδίδω]] τὸ [[πνεῦμα]], «ξεψυχῶ», Ἀνθ. Π. 9.1, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> se soulager le ventre;<br /><b>2</b> <i>postér.</i> rendre l’âme entre (les mains de qqn) ; rendre l’âme, expirer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἀποψύχω]].
}}
}}