3,274,873
edits
(6_22) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐναποψύχω''': ῡ: μέλλ. -ξω, [[ψύχω]], [[δροσίζω]] ἐμαυτόν, λούομαι, μηδ’ ἐναποψύχειν˙ τὸ γὰρ [[οὔτοι]] λώϊόν ἐστιν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 757. Οἱ παλαιοὶ γραμματικοὶ ἐξέλαβον τὴν λέξιν ὡς κακέμφατον ἑρμηνεύοντες αὐτήν, ἀποπατῶ, [[ἀφοδεύω]], ἀλλ’ ὁ Πρόκλος προσθέτει καὶ ἄλλας ἑρμηνείας: «ἀποπνευματίζειν ἢ ἀναψύξεως [[χάριν]] τοῦ σώματος τοῖς ποταμίοις ῥεύμασιν ἵστασθαι, ἢ ἀποπλύνειν ἢ ἀπονίπτειν». ΙΙ. [[παραδίδω]] τὸ [[πνεῦμα]], «ξεψυχῶ», Ἀνθ. Π. 9.1, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ. | |lstext='''ἐναποψύχω''': ῡ: μέλλ. -ξω, [[ψύχω]], [[δροσίζω]] ἐμαυτόν, λούομαι, μηδ’ ἐναποψύχειν˙ τὸ γὰρ [[οὔτοι]] λώϊόν ἐστιν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 757. Οἱ παλαιοὶ γραμματικοὶ ἐξέλαβον τὴν λέξιν ὡς κακέμφατον ἑρμηνεύοντες αὐτήν, ἀποπατῶ, [[ἀφοδεύω]], ἀλλ’ ὁ Πρόκλος προσθέτει καὶ ἄλλας ἑρμηνείας: «ἀποπνευματίζειν ἢ ἀναψύξεως [[χάριν]] τοῦ σώματος τοῖς ποταμίοις ῥεύμασιν ἵστασθαι, ἢ ἀποπλύνειν ἢ ἀπονίπτειν». ΙΙ. [[παραδίδω]] τὸ [[πνεῦμα]], «ξεψυχῶ», Ἀνθ. Π. 9.1, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> se soulager le ventre;<br /><b>2</b> <i>postér.</i> rendre l’âme entre (les mains de qqn) ; rendre l’âme, expirer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἀποψύχω]]. | |||
}} | }} |