Anonymous

ἐξαρκής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξαρκής''': -ές, [[ἀρκετός]], [[ἱκανός]], [[πλοῦτος]] ἐξ. δόμους Αἰσχύλ. Πέρσ. 237· ὡς... τἄνδον ἐξαρκῆ τιθῶ, [[ὅπως]] βάλω εἰς τάξιν τὰ [[ἔνδον]], Σοφ. Τρ. 334.
|lstext='''ἐξαρκής''': -ές, [[ἀρκετός]], [[ἱκανός]], [[πλοῦτος]] ἐξ. δόμους Αἰσχύλ. Πέρσ. 237· ὡς... τἄνδον ἐξαρκῆ τιθῶ, [[ὅπως]] βάλω εἰς τάξιν τὰ [[ἔνδον]], Σοφ. Τρ. 334.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />suffisant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξαρκέω]].
}}
}}