Anonymous

ἐνθωρακίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνθωρακίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[ἐνδύω]] τινὰ μὲ θώρακα, [[ὁπλίζω]]· μετοχ. παθ. πρκμ. ἐντεθωρακισμένος, φορῶν πανοπλίαν, [[ἔνοπλος]], Ξεν. Ἀν. 7. 4, 16.
|lstext='''ἐνθωρακίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[ἐνδύω]] τινὰ μὲ θώρακα, [[ὁπλίζω]]· μετοχ. παθ. πρκμ. ἐντεθωρακισμένος, φορῶν πανοπλίαν, [[ἔνοπλος]], Ξεν. Ἀν. 7. 4, 16.
}}
{{bailly
|btext=revêtir d’une cuirasse.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[θωρακίζω]].
}}
}}