Anonymous

ἐξηλλαγμένως: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξηλλαγμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[ἐξαλλάσσω]], παραδόξως, ἀσυνήθως, Διόδ. 2. 42, Πλούτ. 2. 245F. 2) ἀλλοίως, Ἰω. Χρυσ. τ. 3, σ. 409.
|lstext='''ἐξηλλαγμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[ἐξαλλάσσω]], παραδόξως, ἀσυνήθως, Διόδ. 2. 42, Πλούτ. 2. 245F. 2) ἀλλοίως, Ἰω. Χρυσ. τ. 3, σ. 409.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />étrangement.<br />'''Étymologie:''' part. pf. Pass. de [[ἐξαλλάσσω]].
}}
}}