Anonymous

ἐνηδύνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνηδύνω''': [[ἡδύνω]], εὐχαριστῶ, [[τέρπω]] τὰς ἀκοάς, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 3. - Παθ., τῇ θείᾳ θεωρίᾳ ἐνηδυνόμενός τε καὶ εὐφραινόμενος Γρηγ. Ναζ.
|lstext='''ἐνηδύνω''': [[ἡδύνω]], εὐχαριστῶ, [[τέρπω]] τὰς ἀκοάς, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 3. - Παθ., τῇ θείᾳ θεωρίᾳ ἐνηδυνόμενός τε καὶ εὐφραινόμενος Γρηγ. Ναζ.
}}
{{bailly
|btext=charmer, acc. .<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἡδύς]].
}}
}}