Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐξείλλω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξείλλω''': καὶ [[ἐξειλέω]], [[ἐκτυλίσσω]], [[ἀνακαλύπτω]] τὰ ἴχνη, ἐπὶ θηρευτικῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 6, 15. 2) [[εἴργω]], [[κωλύω]] τινὰ ἔκ τινος. ἐάν τις ἐξείλῃ τινὰ τῆς ἐργασίας Δημ. 976 ἐν τέλει, πρβλ. [[ἐξούλης]] [[δίκη]]. 3) [[ἐκβάλλω]] λίθον ἐκ τῆς οὐρήθρας. Γαλην. 4) [[ἐκφεύγω]], [[ἐκεῖθεν]] ἐξειλήσας ἦλθον εἰς τήν.. Χάρυβδιν Ἰωάνν. Μαλαλ. σ. 121. 13· ― [[ἐξίλλω]] [[εἶναι]] διάφ. γραφ., ἴδε ἐν λ. [[εἴλω]].
|lstext='''ἐξείλλω''': καὶ [[ἐξειλέω]], [[ἐκτυλίσσω]], [[ἀνακαλύπτω]] τὰ ἴχνη, ἐπὶ θηρευτικῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 6, 15. 2) [[εἴργω]], [[κωλύω]] τινὰ ἔκ τινος. ἐάν τις ἐξείλῃ τινὰ τῆς ἐργασίας Δημ. 976 ἐν τέλει, πρβλ. [[ἐξούλης]] [[δίκη]]. 3) [[ἐκβάλλω]] λίθον ἐκ τῆς οὐρήθρας. Γαλην. 4) [[ἐκφεύγω]], [[ἐκεῖθεν]] ἐξειλήσας ἦλθον εἰς τήν.. Χάρυβδιν Ἰωάνν. Μαλαλ. σ. 121. 13· ― [[ἐξίλλω]] [[εἶναι]] διάφ. γραφ., ἴδε ἐν λ. [[εἴλω]].
}}
{{bailly
|btext=chasser de, déposséder de, gén..<br />'''Étymologie:''' var. de [[ἐξίλλω]] ; [[ἐξ]], [[εἴλλω]].
}}
}}